Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

Η ΑΛΗΘΕΙΑ, πώς γεννήθηκε η θρησκεία...


Από τον ΣΤΕΦΑΝΟ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟ

Από την αρχαιότητα ήδη μας είναι γνωστό, ότι υπήρξε μία μακρινή εποχή που οι πρόγονοί μας «έπιασαν τα υψώματα κι έμεναν σε σπηλιές και καλύβες, και καθώς είχαν αποκτήσει ευθύς εξαρχής μιαν ιδέα για τους θεούς και κατάλαβαν πόσο σπουδαίο πράγμα ήταν η εύνοια των θεών προς τους ανθρώπους, έφτιαξαν ναούς τέτοιους που θα περίμενε κανείς από ανθρώπους πρωτόγονους, καθώς και αγάλματα για τους ίδιους», όπως εξηγεί ο Αντιοχεύς ρήτορας και εθνικός φιλόσοφος Λιβάνιος σε επιστολή του στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Θεοδόσιο (378-395 μ.Χ.). Και ο ίδιος συνεχίζει: «Κι όταν προχώρησαν στη δημιουργία πόλεων κατέχοντας σε ικανοποιητικό βαθμό την τέχνη της οικοδόμησης, εμφανίστηκαν πολλές πόλεις, άλλες σε πρόποδες βουνών κι άλλες σε πεδιάδες, και σε κάθε πόλη, το πρώτο πράγμα που έχτιζαν μετά τα τείχη ήταν οι ναοί και τα ιερά. Γιατί πίστευαν πως με τέτοιους πολιούχους κυβερνήτες θα είχαν τη μεγαλύτερη ασφάλεια»[1].
Αρχικά, οι άνθρωποι εκείνοι δεν είχαν σαφή εικόνα του Θείου (και ούτε σήμερα έχουν, αλλά νομίζουν ότι έχουν) και θεωρούσαν ως θεούς κάθε ακατανόητη εκδήλωση, δύναμη, ή στοιχείο της φύσης. Οι ίδιοι άνθρωποι επίσης δεν είχαν νόμους, αλλά μάλλον υπάκουαν στη θέληση είτε του γηραιότερου, είτε του δυνατότερου και ικανότερου κυνηγού ή πολεμιστή που είχε τη δύναμη να επιβληθεί στην ομάδα. Όσο όμως οι ανθρώπινες κοινωνίες πλήθαιναν και η εξουσία του ενός γινόταν ολοένα και δυσκολότερο να επιβληθεί στους πολλούς και οι μεν και οι δε, αλλά πρώτα εκείνοι που είχαν τα ηνία της διακυβέρνησης, αντιλήφθηκαν την ανάγκη να θεσπιστούν κάποιοι κανόνες συμπεριφοράς που θα ρύθμιζαν τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και, φυσικά, θα εξασφάλιζαν την εξουσία του ενός και των περί αυτού «αυλικών» επί των πολλών. Έτσι, οι πρώτοι νόμοι (που ήταν κανόνες) εφευρέθηκαν από αυτούς που ήδη κατείχαν τα σκήπτρα της εξουσίας. Όμως, όπως κάθε νεωτερισμός, ήταν πράγμα δύσκολο να επιβληθεί από τους λίγους στους πολλούς, οι οποίοι από τη φύση τους είναι επιφυλακτικοί σε κάθε αλλαγή, σε κάθε τι νέο και ως εκ τούτου άγνωστο. Τι σκαρφίστηκαν λοιπόν; Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, εξηγεί:
«Τώρα πρέπει να μιλήσουμε για τους νομοθέτες της Αιγύπτου που έδωσαν τα τόσο ιδιαίτερα και παράδοξα θέσμια. Μετά την πρώτη εγκατάσταση των ανθρώπων στην Αίγυπτο, που σύμφωνα με τη μυθολογία έγινε την εποχή των θεών και των ηρώων, ο πρώτος, λένε, που έπεισε το λαό να χρησιμοποιήσει γραπτούς νόμους ήταν ο Μνεύης, άνδρας όχι μόνο μεγαλόψυχος αλλά και ο πιο αφοσιωμένος στο καλό της κοινωνίας απ’ όλους τους νομοθέτες που μνημονεύονται. Αυτός λοιπόν προσποιήθηκε πως του έδωσε τους νόμους ο Ερμής, με τη διαβεβαίωση πως θα φέρουν μεγάλα καλά στη ζωή των ανθρώπων, όπως ακριβώς έκανε, λένε, στους Έλληνες ο Μίνωας στην Κρήτη και ο Λυκούργος στους Λακεδαιμονίους, που ο ένας είπε ότι πήρε τους νόμους από το Δία και ο άλλος από τον Απόλλωνα. Τούτο το είδος επινόησης παραδίδεται ότι χρησιμοποιήθηκε και σε πολλούς άλλους λαούς και στάθηκε αίτιο πολλών αγαθών σε όσους το πίστεψαν. Στους κατοίκους της Αριανής ιστορείται πως ο Ζαθραύστης[2] προσποιήθηκε ότι του έδωσε τους νόμους το Καλό Πνεύμα, στους ονομαζόμενους Γέτες, που θεωρούν τους εαυτούς τους αθάνατους, ο Ζάλμοξις[3] έκανε το ίδιο λέγοντας ότι πήρε τους νόμους από την θεά Εστία, ενώ στους Ιουδαίους ο Μωυσής απέδωσε τους νόμους του στον θεό που λεγόταν Ιαώς (Γιαχβέ), κι αυτό το έκαναν όλοι είτε επειδή πίστευαν πως μία σύλληψη που θα ωφελούσε την ανθρωπότητα ήταν αξιοθαύμαστη και θεϊκή είτε επειδή έκριναν πως ο απλός λαός θα υπάκουε με μεγαλύτερη προθυμία σε νόμους που υπαγορεύτηκαν από θεούς με υπεροχή και δύναμη»[4].
Και ο Αθηναίος φιλόσοφος Πλάτων επίσης μαρτυρεί:
«ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Πείτε μου, φίλοι, σε ποιον αποδίδετε τη δημιουργία των νόμων σας; Σε θεό ή σε κάποιον άνθρωπο;
»ΚΛΕΙΝΙΑΣ: Σ’ ένα θεό –κι αυτή είναι η πραγματική αλήθεια. Για μας τους Κρητικούς είναι ο Δίας× στη Σπάρτη, απ’ όπου κατάγεται ο φίλος μας από εδώ, νομίζω πως λένε ότι είναι ο Απόλλων. Έτσι δεν είναι;
»ΜΕΓΓΙΛΟΣ: Ακριβώς»
[5].
Ενώ στο δεύτερο βιβλίο των «Νόμων», ο Πλάτων μας αποκαλύπτει ότι ήταν συνήθης τακτική μεταξύ των πρώτων αρχαίων νομοθετών να εφευρίσκουν εντελώς απίθανες και φανταστικές διηγήσεις, μέσω των οποίων κατάφερναν και έπειθαν τους πολλούς να πειθαρχούν στους νόμους τους:
«ΚΛ. Η αλήθεια είναι πραγματικός θησαυρός, φίλε μου, αλλά δεν νομίζω ότι είναι εύκολο να πείσουμε τους άλλους για τη χρησιμότητά της.
»ΑΘ. Σωστά. Τι γνώμη έχεις όμως για τον μύθο του Σιδώνιου
[6]; Έγινε πολύ εύκολα πιστευτός, μολονότι είναι εντελώς απίθανος, όπως χιλιάδες άλλες παρόμοιες ιστορίες.
»ΚΛ. Ποιες ιστορίες εννοείς;
»ΑΘ. Να, αυτή που λέει ότι σπάρθηκαν δόντια απ’ τα οποία ξεφύτρωσαν οπλισμένοι άντρες. Αυτό το σπουδαίο παράδειγμα δείχνει ότι ο νομοθέτης έχει τη δύναμη να πείθει τους νέους για τα πάντα, αρκεί να το θέλει. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να βρει κάτι πιστευτό, το οποίο θα ωφελήσει την πόλη. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να επινοήσει κάθε μέσο που θα επιτρέπει σε ολόκληρη την κοινότητα να διατηρεί μέσα από τα τραγούδια, τις ιστορίες και τις συζητήσεις της ένα μακροχρόνιο και σταθερό πνεύμα ενότητας. Αν όμως εσείς βλέπετε διαφορετικά το θέμα, μη διστάζετε να πείτε την άποψή σας.
»ΚΛ. Δεν νομίζω ότι κάποιος απ’ τους δυο μας μπορεί να διαφωνήσει με όσα λες»
[7].
Αλλά και ο φιλόσοφος και αρχιερέας των Δελφών, Πλούταρχος, συμφωνεί και συμπληρώνει:
«Όπως λένε, η νομοθεσία του Ζάλευκου εκτιμήθηκε πολύ από τους Λοκρούς, επειδή έλεγε πως η Αθηνά τού παρουσιάζεται κάθε φορά και τον καθοδηγεί στους νόμους του και τον συμβουλεύει, και πως όλα όσα θεσπίζει είναι στοχασμοί και σκέψεις που δεν ανήκουν στον ίδιο.
»Ίσως βέβαια είναι ανάγκη να επινοούμε τους παραπάνω τρόπους θεραπείας και παρηγοριάς για τους εντελώς φαύλους και κακοήθεις»
[8].
Τι μας λένε λοιπόν όλοι αυτοί οι παραπάνω Έλληνες φιλόσοφοι και ιστορικοί; Ότι, οι πρώτοι νομοθέτες (μεταξύ των οποίων και ο Μωυσής), απέδωσαν τους νόμους τους στο Θείον, «επειδή έκριναν πως ο απλός λαός θα υπάκουε με μεγαλύτερη προθυμία σε νόμους που υπαγορεύτηκαν από θεούς με υπεροχή και δύναμη». Μάλιστα οι ίδιοι εκείνοι οι νομοθέτες δεν στάθηκαν μόνο στη θεόθεν συγγραφή των νόμων τους, αλλά για να εξασφαλιστούν καλύτερα απέναντι στους υποτελείς τους, ισχυρίστηκαν ότι «κατάγονταν από τους θεούς κι έδιναν νόμους σε άλλους ανθρώπους»[9]. Και εδώ είναι εύλογο το ρητορικό ερώτημα: ποιος άραγε, πρωτόγονος, άνθρωπος θα πήγαινε κόντρα στο θέλημα των θεών και των θεϊκών αντιπροσώπων τους επί της γης; Αφού βλέπουμε, ακόμα και στις μέρες μας, οι πολλοί έντρομοι να πειθαρχούν, στους… θεοφιλέστατους(!). Επίσης, η δήθεν «αποκάλυψη» του Θείου νομοθέτη, συμπεραίνουμε ότι δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των «εκλεκτών του θεού Γιαχβέ», Ισραηλιτών, αλλά το ίδιο τέχνασμα εφαρμόστηκε λίγο ή πολύ σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς[10]. Με άλλα λόγια, ο… Θεός «μίλησε» σε όλους…
Έτσι, λοιπόν, το πρώτο πολίτευμα που γνώρισε η ανθρωπότητα στις πρώτες οργανωμένες κοινωνίες, ήταν η θεοκρατία και ήταν εφεύρημα των… πολιτικών!
Αλλά αυτό στάθηκε παράλληλα και η αιτία για τη γέννηση της θρησκείας όπως τη γνωρίζουμε, δηλαδή ενός δήθεν «θεόπνευστου» συστήματος κανόνων και δογμάτων που θέλει να ρυθμίζει σχολαστικά την ανθρώπινη ζωή. Οι νομοθέτες ανακηρύχτηκαν προφήτες και θεόπνευστοι από τους διαδόχούς τους, βασιλείς και ιερείς, οι οποίοι ανέλαβαν την τήρηση και διατήρηση του νόμου (νομοφύλακες) με δογματική προσήλωση, διότι κάτι που έχει γραφτεί από το χέρι του θεού ή κατά θεία υπόδειξη (ή αποκάλυψη), άρα είναι τέλειο, δεν δύναται να αλλάξει ή να αναθεωρηθεί, όπως ισχυρίζονταν. Έτσι, μπορούμε με ασφάλεια να ισχυριστούμε ότι, η θρησκεία δεν είναι τίποτα άλλο από την πρώτη ανθρώπινη νομοθεσία! Και οι ιερείς ήταν όχι μόνο εκείνοι που τελούσαν θυσίες και προσφορές προς το Θείο Νομοθέτη, αλλά και οι πρώτοι δικαστές, οι ερμηνευτές του Νόμου (όπως στους Εβραίους), οι φύλακες των νόμων και των κανόνων Δικαίου που θέσπισε η άρχουσα τάξη για να κρατά πειθήνιους και υποταγμένους τους λαούς. Άρα, λοιπόν, γιατί αιφνιδιάζει κάποιους η διαπλοκή κληρικών της Ελλαδικής Εκκλησίας με τη Δικαιοσύνη στις μέρες μας; Αν γνώριζαν ιστορία, θα ήξεραν πως πάντοτε τα ιερατεία ήθελαν να είχαν λόγο τόσο στη Δικαιοσύνη όσο και στην Παιδεία, στους δύο θεσμούς δηλαδή που διαμορφώνουν και καθοδηγούν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Και όπως θα δούμε παρακάτω, πάντοτε και σε όλες τις εποχές, όσο πιο ανελεύθερο και θεοκρατικό ήταν ένα καθεστώς, τόσο οι ιερείς όχι απλά διαπλέκονταν με τους δικαστές, αλλά ασκούσαν και τη δικαστική εξουσία οι ίδιοι.
Στη συνέχεια της διήγησης μας τώρα, εκείνοι οι αρχαίοι βασιλείς μιμούμενοι τους αρχαίους νομοθέτες, ανακηρύχτηκαν και αυτοί με τη σειρά τους παιδιά των θεών. «Διογενείς» αποκαλούνται οι Μυκηναίοι ηγεμόνες που εκστράτευσαν κατά της Τροίας από τον Όμηρο, που σημαίνει ότι κρατούσαν από τη (θεϊκή) γενιά του Δία, στην Αίγυπτο την ίδια εποχή οι Φαραώ θεωρούνταν θεοί επί της γης και αρχιερείς, στους Εβραίους έκαναν κουμάντο οι προφήτες που ερμήνευαν τον Νόμο και στους οποίους υποτάσσονταν και οι βασιλείς. Η ταύτιση της κρατικής εξουσίας με το ιερατείο ήταν δεδομένη και αυτονόητη, αδιανόητο ήταν όποιο σχήμα που θα επιχειρούσε το χωρισμό αυτών των δύο θεσμών που θεωρούνταν ένας. Γι’ αυτό και οι βασιλείς όταν δεν ήταν οι ίδιοι αρχιερείς, πρωτοστατούσαν στις ιερουργίες, θυσίαζαν πρώτοι στο βωμό, συνομιλούσαν με τους θεούς ή τον Θεό, και γενικώς είχαν σχέσεις κοινωνικής συναναστροφής με το Θείον, που τις συναντάμε στις μυθολογίες όλων των λαών του κόσμου, και όχι μόνο της γειτονιάς μας. Βεβαίως, όλα αυτά ήταν παραμύθια και προπαγάνδα της εξουσίας. Όμως οι υποτελείς, που δεν είχαν το προνόμιο να είναι ομοτράπεζοι των θεών (λες και οι άρχοντες το είχαν) άναυδοι έσκυβαν το κεφάλι στους ημίθεους ή αν προτιμάτε στους θεανθρώπους. Και από κοντά το ιερατείο, ως θεόπνευστη δικαστική εξουσία, φρόντιζε να λειτουργεί το σύστημα στην εντέλεια.
Με αυτό το κόλπο, λοιπόν, κυβερνιόταν όλη η πολιτισμένη ανθρωπότητα της ανατολικής Μεσογείου κατά την εποχή του χαλκού (2350-1075 π.Χ.), και με αυτό το κόλπο κυβερνιέται (εν μέρει) παγκοσμίως ακόμα και σήμερα!



[1] Λιβάνιος, «Υπέρ των Ελληνικών Ιερών», 4, εκδόσεις «Θύραθεν Επιλογή», Θεσσαλονίκη 1998.
[2] Τούτος ο τύπος του ονόματος είναι πιο κοντά στον αρχαίο περσικό τύπο Ζαρατούστρα παρά στο μεταγενέστερο Ζωροάστρης.
[3] Βλέπε και Ηρόδοτο, Δ΄, 94, 95.
[4] Διόδωρος ο Σικελιώτης, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», Α΄, 94. 1-3., εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1997.
[5] Πλάτων, «Νόμοι», Α, a-b., εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1992.
[6] Αφορά στον μύθο της ίδρυσης της Θήβας από τον Κάδμο.
[7] Πλάτων, «Νόμοι», Β, 663e-664b., εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1992.
[8] Πλούταρχος, «Περί του εαυτόν επαινείν ανεπιφθόνως», 543A.
[9] Πλάτων, «Νόμοι», Θ, 853c., εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1992.
[10] Δεν ανέβαινε μόνο ο Μωυσής στο όρος Σινά για να παραλάβει νόμους από τον Θεό, αλλά και ο βασιλιάς της Κρήτης Μίνωας: «Πόλη μεγάλη είναι η Κνωσό της Κρήτης, όπου ο Μίνωας του Δία συνομιλητής βασίλευε εννιά χρόνια». Όμηρος, «Οδύσσεια», ραψωδία Τ, στίχος 179. Επίσης, «…όπως αναφέρει ο Όμηρος, ο Μίνωας πήγαινε κάθε εννιά χρόνια και συμβουλευόταν τον πατέρα του, τον Δία, και στη συνέχεια έδινε νόμους στις πόλεις σας σύμφωνα με τις παραινέσεις του θεού». Πλάτων, «Νόμοι», Α, b. Και οι πλάκες που έλαβε ο Μωυσής από τον Γιαχβέ, στις οποίες αναγράφονταν οι «θεϊκοί νόμοι» (δηλαδή οι Δέκα Εντολές) δεν έχουν καμία πρωτοτυπία ως «χειρονομία», εφόσον και η θεά Δήμητρα είχε κάνει το ίδιο δώρο στους Ελευσίνιους με μεσάζων τον Τριπτόλεμο: «Μερικοί μάλιστα πίστευαν πως η Δήμητρα είχε φέρει στην Ελευσίνα τις πλάκες με τους πρώτους νόμους της, ερμηνευτής των οποίων ήταν ο Τριπτόλεμος. Κατ’ αυτόν οι νόμοι ήταν εξής τρεις: "τίμα τους γονείς σου", "Πρόσφερε τους πρώτους καρπούς της γης στους θεούς", "Μη βλάπτεις τα ζώα", αποτελούσαν δηλαδή τον ηθικό κώδικα της γεωργικής κοινωνίας» (Ιουλιανός, «Εις τους απαίδευτους κύνας», υποσημείωση 41 της φιλολογικής ομάδας «Κάκτου»).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου