Από τον ΣΤΕΦΑΝΟ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟ
Από το 508 π.Χ., που ιδρύθηκε η δημοκρατία στην Αθήνα, η Ολιγαρχική παράταξη κατάλαβε ότι ποτέ δεν θα μπορούσε να επανέλθει στην εξουσία μέσω της πλειοψηφικής θέλησης των πολιτών.
Ωστόσο, η διαχρονική της νοοτροπία "η εξουσία για την εξουσία" και η πλήρης αδιαφορία της για το κοινό καλό, συχνά την οδήγησαν -ήδη από την αρχαιότητα- να συμμαχεί με τους εχθρούς της πατρίδας, με αποκλειστικό γνώμονα την ανακατάληψη του κράτους θυσιάζοντας πάνω σε αυτό τον αλαζονικό βωμό την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία.
Το απόσπασμα που ακολουθεί, είναι από τον αρχαίο ιστορικό και φιλόσοφο Πλούταρχο (50 - 120 μ.Χ.), ο οποίος αποκαλύπτει ότι πριν τη νικηφόρα μάχη των Πλαταιών (Αύγουστος 479 π.Χ), που χάρισε στην Ελλάδα την ελευθερία της από τους Πέρσες, οι ολιγαρχικοί (δεξιοί) της Αθήνας είχαν αποφασίσει να "πουλήσουν" το ελληνικό στρατόπεδο με αντάλλαγμα να τους δώσουν πίσω οι Πέρσες τη χαμένη τους εξουσία! Ευτυχώς, εγκαίρως οι δημοκρατικοί ανακάλυψαν τα σχέδιά τους, πρόλαβαν να αντιδράσουν και έτσι σώθηκε η πατρίδα και ο πολιτισμός μας.
Το απόσπασμα του Πλούταρχου (Βίοι Παράλληλοι, "Αριστείδης", 13).
"Επειδή, όμως, ολόκληρη η Ελλάδα βρισκόταν σε κατάσταση αναταραχής και ιδιαίτερα για τους Αθηναίους τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα, γιατί άτομα που κατάγονταν από επιφανείς οικογένειες και είχαν μεγάλες περιουσίες τα κατάντησε ο πόλεμος φτωχά και μαζί με τον πλούτο τους είδαν να χάνεται όλη η δύναμη και η δόξα που είχαν στην πόλη, ενώ έβλεπαν άλλους να παίρνουν τιμές και αξιώματα, μερικοί συγκεντρώθηκαν κρυφά σε κάποιο σπίτι στις Πλαταιές κι έκαναν συνωμοσία να καταργήσουν τη δημοκρατία και, αν δεν πετύχαιναν, να καταστρέψουν τα πράγματα και να προδώσουν την πατρίδα στον εχθρό. Ενώ έτσι είχαν τα πράγματα στο στρατόπεδο και πολλοί είχαν αναμιχθεί στη συνωμοσία, ο Αριστείδης, που αντιλήφθηκε τι γινόταν, επειδή φοβήθηκε την περίσταση, σκέφθηκε ότι δεν έπρεπε να αδιαφορήσει και να κλείσει τα μάτια, αλλά ούτε πάλι να τα φέρει όλα στο φως, γιατί γνώριζε πόσο μεγάλος αριθμός συνωμοτών θ' αποκαλυπτόταν αν γινόταν έρευνα με βάση αυτό που επέβαλλε το δίκαιο και όχι το συμφέρον. Γι' αυτό από τους πολλούς συνέλαβε μόνο οχτώ: απ' αυτούς δύο, ο Αισχίνης ο Λαμπρεύς και ο Αγησίας ο Αχαρνεύς, που τους βάραινε η μεγαλύτερη κατηγορία και για τους οποίους είχε οριστεί η πρώτη δίκη, δραπέτευσαν από το στρατόπεδο. Τους άλλους ο Αριστείδης τους άφησε ελεύθερους για να δώσει την ευκαιρία σ' εκείνους που νόμιζαν ότι δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμα να πάρουν θάρρος και να μετανοήσουν. Γιατί, είπε, έχουν τον πόλεμο μεγάλο δικαστήριο για ν' απαλλαγούν από τις κατηγορίες, αν σκεφθούν σωστά και δίκαια για το καλό της πατρίδας".
Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009
Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009
Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις (1254-1258): Ο "ιδρυτής" του νέου Ελληνισμού!
Από τον ΣΤΕΦΑΝΟ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟ
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους σταυροφόρους σήμανε και το τέλος της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ως κράτος υπερεθνικό[1]. Στα κατακερματισμένα εδάφη της Ρωμανίας (Βυζαντίου) δημιουργήθηκαν πλήθος μικρών ή μεγαλύτερων ηγεμονιών που τελούσαν υπό την κατοχή των Λατίνων: Ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος έγινε αυτοκράτωρ της Κωνσταντινούπολης. Ο Βιλλαρδουίνος ίδρυσε το πριγκιπάτο της Αχαΐας. Αττική και Βοιωτία έγιναν ηγεμονία του Γάλλου Όθωνα ντε λα Ρος, τα Σάλωνα κομητεία, και η Κρήτη, η Κύπρος, η Μεθώνη, η Κορώνη, η Χαλκίδα κτήσεις της Βενετίας. Η Ρόδος έπεσε στα χέρια των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ. Τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου μετατράπηκαν σε δουκάτα κι ο Βονιφάτιος πήρε, για λίγα μονάχα χρόνια, τη Θεσσαλονίκη.
Ωστόσο, ορισμένοι Ρωμιοί (Βυζαντινοί) άρχοντες και στρατηγοί κατάφεραν και δημιούργησαν αυτόνομα κράτη με συμπαγής ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς: Ο Θεόδωρος Λάσκαρις ίδρυσε την αυτοκρατορία της Νίκαιας, στις ανατολικές ακτές της θάλασσας του Μαρμαρά και ο Αλέξιος Κομνηνός την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας στον Πόντο της Μικράς Ασίας. Στο Ιόνιο Πέλαγος, ο Μιχαήλ Άγγελος Δούκας έφτιαξε το δεσποτάτο της Ηπείρου με πρωτεύουσα, από το 1299, την Άρτα.
Η διάλυση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η κατάργηση της κεντρικής ρωμαϊκής διοίκησης είχε ως αποτέλεσμα τα ελληνόφωνα κράτη που τη διαδέχθηκαν, να αρχίσουν να στρέφονται προς τις ελληνικές τους καταβολές. Και αν κανείς αναζητά να βρει την εποχή κατά την οποία συνέβη η πρώτη ουσιαστική αναγέννηση του Ελληνισμού, αυτή δεν είναι άλλη από την επάρατη κατ’ όλα τ’ άλλα, περίοδο της φραγκοκρατίας.
Το επίκεντρο της ελληνικής αναγέννησης αυτή την εποχή είναι το κράτος της Νίκαιας. Ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης, απαντώντας στον Πάπα, με περηφάνια του τονίζει: «Από τον καιρό των Δουκών τε και Κομνηνών τους από γενών ελληνικών άρξαντας». Ο λόγιος καλόγερος Νικόλαος Βλεμμύδης, κάνοντας εξαίρεση από τους άλλους κληρικούς της εποχής του, που γι’ αυτούς το όνομα «Έλλην» εξακολουθούσε να είναι διαβλητό, έλεγε την αυτοκρατορία της Νίκαιας «ελληνίδα επικράτειαν» και ο μαθητής του, ο αυτοκράτωρ Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις (1254-1258) την ονόμαζε «ελληνικόν» και «Ελλάδα», και συνήθιζε να μιλά για τα κατορθώματα της «ελληνικής ανδρείας» ενώ λογάριαζε τους υπηκόους του «απογόνους των αρχαίων Ελλήνων».
Ο Φωτιάδης αποκαλεί τον Λάσκαρι, «έναν αρχαιολάτρη με τη σημασία που δίνομε σήμερα στη λέξη. Στέκεται με θαυμασμό μπροστά στα μνημεία της Περγάμου, έργα "ελληνικής μεγαλονοίας μεστά και σοφίας ταύτης ινδάλματα". Ποτέ πριν ούτε μίλησε ούτε ένιωσε άλλος αυτοκράτορας τόσο τον εαυτό του Έλληνα όσο ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις»[2]. Και ο Κορδάτος συμφωνεί και συμπληρώνει: «Ο Θεόδωρος Β΄ όμως τα χάλασε με τους βαλκανικούς λαούς, γιατί πίστεψε, πως μόνος του μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Οραματιζόταν να νεκραναστήσει την αρχαία Ελλάδα και πίστευε πως η ελληνική φυλή μπορούσε μόνη της να παίξει πάλι σπουδαίο ρόλο. Γι’ αυτό τόνιζε, πως δεν περιμένει καμιά βοήθεια από τους άλλους λαούς της βαλκανικής (Σέρβους, Βουλγάρους κλπ.) και πως το ελληνικό Γένος, "μόνον αυτό βοηθεί εαυτώ"».
»Ακολουθώντας τέτοια πολιτική, τα χάλασε με τους Βουλγάρους και τους έδιωξε από τις μακεδονικές περιοχές που κατείχανε. Επίσης τους Αλβανούς και τους Ηπειρώτες του Ιωάννη Άγγελου τους χτύπησε και τους ανάγκασε να τραβηχτούν στα βουνά. Έζησε όμως μόνο τέσσερα χρόνια και έτσι τα σχέδια του έμειναν στη μέση»[3].
Προσπάθειες δημιουργίας εθνικού ελληνικού κράτους
Ωστόσο, είναι να θαυμάζει κανείς τη μεγαλοφυΐα του Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρι όχι μόνο γιατί στράφηκε καθ’ ολοκληρία προς την πατρώα Ελληνική Παιδεία και την ελληνική εθνική συνείδηση ζητώντας μέσα από την Ελλάδα να βρει τη δύναμη για να υλοποιήσει τους στόχους του, αλλά κυρίως γιατί διέκρινε με μοναδική διορατικότητα την απειλή που αποτελούσαν Σλάβοι και Βούλγαροι για την επιβίωση του ελληνικού έθνους. Γνωρίζοντας, ο Λάσκαρις πως οι λαοί αυτοί, αν και ορθόδοξοι, δεν είχαν ταυτιστεί απολύτως με τη ρωμαίικη ορθόδοξη συνείδηση (πράγμα που τους συνέβη επί τουρκοκρατίας), σε αντίθεση με τους Έλληνες που είχαν απολέσει την εθνική τους συνείδηση εξαιτίας της ρωμαϊκής, ορθώς αντιλήφθηκε πως η ορθόδοξη ταυτότητα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ύπουλο μέσο εκσλαβισμού ή εκβουλγαρισμού των ελληνικής καταγωγής πληθυσμών Μακεδονίας και Ηπείρου και απορρόφησης τους από τα βαρβαρικά φύλα των Σλάβων και των Βουλγάρων (ως ομόδοξων λαών).
Οι ελληνικοί πληθυσμοί εκείνη την εποχή ήταν επιρρεπείς στην αλλοίωση της εθνικής τους συνείδησης, επειδή ακριβώς δεν είχαν εθνική συνείδηση αλλά θρησκευτική, δηλαδή, του ρωμαίικου (ρωμαϊκού) ορθόδοξου γένους. Για τον λόγο αυτό όχι μόνο δεν στηρίχτηκε σε συμμαχίες με Σλάβους, Βούλγαρους ακόμα και Αλβανούς για να εκδιώξουν από κοινού τους σταυροφόρους, αλλά, στράφηκε κιόλας εναντίον τους διώχνοντάς τους από τις ελληνικές περιοχές.
Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, με την καθάρια ελληνικότητα που τον διέκρινε, ενδιαφερόταν αποκλειστικά για τα ζωτικά και κυρίαρχα συμφέροντα του ελληνικού έθνους. Για τον Λάσκαρι εξίσου εχθροί ήταν οι Φράγκοι, οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι, οι Τούρκοι ακόμα και οι Αλβανοί. Για τον σοφό βασιλιά της Νίκαιας που θέλησε να ξαναδώσει πνοή στην αρχαία Ελλάδα, οι λυκοφιλίες με τους ομόδοξους βαρβάρους δεν είχαν κανένα νόημα. Και η ιστορία επιβεβαίωσε την πολιτική του τέλη 19ου αρχές 20ου αιώνα, όταν Σέρβοι και Βούλγαροι προσπαθώντας να καρπωθούν οφέλη από τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν δίστασαν να επιχειρήσουν εκ νέου συστηματικό αφελληνισμό της Μακεδονίας και της Θράκης. Είτε δημιουργώντας το ανύπαρκτο έθνος και κράτος της σκοπιανής Μακεδονίας, είτε με τις συμμορίες των Βούλγαρων κομιτατζήδων που δολοφονούσαν και λυμαίνονταν την μακεδονική ύπαιθρο, είτε προσπαθώντας μέσω της ορθοδοξίας να τοποθετήσουν βούλγαρους παπάδες στα ελληνικά χωριά για να θεωρηθούν έτσι και οι κάτοικοι Βούλγαροι. Για να μην λησμονούμε και τους σύγχρονους «Σλαβομακεδόνες», έμμισθους πράκτορες άλλοτε του κομμουνισμού και ενίοτε του σερβικού μεγαλοϊδεατισμού, οι οποίοι ως νέοι γενίτσαροι στράφηκαν κατά της Ελλάδας υπηρετώντας αλλότρια συμφέροντα.
Τους κινδύνους αυτούς είχε εντοπίσει από τότε ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τα σχέδια του εξαιτίας της βραχύβιας βασιλείας του.
Δικέφαλος αετός: Μία ελληνική σημαία
Επίσης ο εν λόγω αυτοκράτωρ ήταν εκείνος που υιοθέτησε ως έμβλημά του τον ελληνικό δικέφαλο αετό, αντικαθιστώντας την παλαιότερη ρωμαϊκή σημαία του Ηράκλειου. Ο αυτοκράτωρ Ηράκλειος (610-641) πρώτος χάραξε το θρησκευτικό σύμβολο της χριστιανικής πλέον Ανατολικής αυτοκρατορίας, το οποίο είναι τέσσερα κεφαλαία Β τοποθετημένα σε κάθε γωνία ενός σταυρού και τα οποία δηλώνουν την τετραβασιλεία, δηλαδή την επί των τεσσάρων περάτων της γης βασιλεία της Ρώμης και του Χριστού. Το σύμβολο αυτό ως σημαία ήταν ένας χρυσός σταυρός πάνω σε πορφυρό βαμμένο πανί με τέσσερα χρυσά Β στις γωνίες και ήταν η επίσημη σημαία των χριστιανών Ρωμαίων της Ανατολής[4]. Ο Λάσκαρις από την άλλη είχε για έμβλημα του τον δικέφαλο αετό, που κατόπιν χρησιμοποίησαν και οι Παλαιολόγοι.
Αν και ο αετός ήταν παμπάλαιο ρωμαϊκό σύμβολο και αποτελούσε την αρχαία σημαία-σύμβολο της Ρώμης, ήταν πάντα μονοκέφαλος. Ο δικέφαλος εισήχθη από τον Λάσκαρι[5] και έχει υποστηριχτεί πως απεικόνιζε τους δύο αετούς του Διός[6]. Αυτή η υπόθεση δεν πρέπει να ξενίζει τον αναγνώστη, εφόσον ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, ήταν συνειδητοποιημένος αρχαιολάτρης και Έλλην. Στο ελληνικό κράτος που ήθελε να δημιουργήσει δεν μπορούσε να έχει ως σημαία εκείνη της Ρώμης, γι’ αυτό και την αντικατέστησε με τον ελληνικό δικέφαλο αετό ως σύμβολο του νέου Ελληνισμού.
Γι’ αυτό τον λόγο σήμερα (2004) υπάρχουν ιερείς, γραφικοί νοσταλγοί της ρωμιοσύνης, οι οποίοι κατεβάζουν από τις εισόδους των Εκκλησιών τον δικέφαλο αετό και στη θέση του υψώνουν τη ρωμαϊκή κόκκινη σημαία με τον χρυσό σταυρό και τα τέσσερα χρυσά Β. Εμείς επισημαίνουμε στους ρωμιούς παπάδες και δεσποτάδες, ότι η ύψωση της ρωμαϊκής σημαίας στις εισόδους των εκκλησιών τους ισούται με πράξη εσχάτης προδοσίας, εφόσον πρόκειται για κατοχικό σύμβολο, ενώ ο κυματισμός της αποτελεί άμεση αμφισβήτηση της εθνικής μας ανεξαρτησίας. Βεβαίως την κυρίως ευθύνη φέρει η Πολιτεία που οφείλει να εφαρμόσει τους νόμους του κράτους και να απονείμει τις τιμωρίες που προβλέπει το Σύνταγμα για όσους Έλληνες πολίτες προσβάλλουν τα εθνικά μας σύμβολα και εργάζονται κατά των συμφερόντων του ελληνικού έθνους.
Πλήρης επαναφορά της Ελληνικής Παιδείας στο κράτος της Νίκαιας
Επίσης, ο Θεόδωρος ο Β΄, ήταν μέγας προστάτης της Ελληνικής Παιδείας και φιλοσοφίας. Στα χρόνια της βασιλείας του την επανέφερε πλήρως και την πρόσφερε απλόχερα σε όλους τους υπηκόους του. Ο Κωνσταντίνος Σάθας[7] αναφέρει δε, ότι: «Ο εν Νικαία αναπτυχθείς ελληνισμός εφάνη προς στιγμήν απειλών και αυτό το χριστιανικόν καθεστώς, γεγονός οπωσούν δικαιολογούν το προς τους Έλληνας μίσος της εκκλησίας, ήτις εκ πείρας εγίνωσκεν ότι αι θρησκείαι εν μόνω τω σκότει γεννώνται και θριαμβεύουσι, και ότι αμείλικτος αυτών εχθρός εισί τα γράμματα, δηλαδή το ελληνικόν πνεύμα». Την εποχή λοιπόν που αυτοκράτωρ της Νίκαιας ήταν ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις ο Ελληνισμός γιγαντώθηκε τόσο πολύ που απείλησε με κατάρρευση τον Χριστιανισμό! Η Εκκλησία, σημειώνει ο Σάθας, μισούσε τους Έλληνες, γιατί οι θρησκείες μπορούν να γεννηθούν και να γιγαντωθούν μόνο μέσα στο απόλυτο σκότος (πνευματικό). Έτσι, μοναδικός πραγματικός εχθρός όλων των θρησκειών είναι τα γράμματα, δηλαδή η μόρφωση, το ελληνικό πνεύμα. Μάλιστα σε υποσημείωσή του ο Σάθας αναφέρει πως στην Νίκαια είχαν δημιουργηθεί σημαντικές βιβλιοθήκες που διέθεταν ελληνικά χειρόγραφα, τα οποία βρίσκονταν στην ελεύθερη και ανεμπόδιστη διάθεση όλων των υπηκόων. Από την καταστροφή του Σαραπείου της Αλεξάνδρειας το έτος 391 είχε να συμβεί κάτι ανάλογο, δηλαδή η δημιουργία δημόσιας ελληνικής βιβλιοθήκης. Σε αυτό πάνω επικαλείται τη μαρτυρία του Ανώνυμου χρονικογράφου που έγραψε το έργο «Σύνοψις Χρονική»[8], και αναφέρει πως ο Θεόδωρος ο Β΄ Λάσκαρις:
«Αλλά και βιβλιοθήκας κατά πόλεις συνήθροισεν εκ βίβλων πασών τεχνών και επιστημών». Ο ίδιος Ανώνυμος συμπληρώνει αρκετές σελίδες παρακάτω, ότι: «Και βίβλους δε συνηγάγετο, ουδ’ ούσας ο επί τούτω μεγαλυνόμενος Πτολεμαίος, παντοίων τεχνών τε και επιστημών, και ταύτας ταις πόλεσιν εναποτιθείς, τοις βουλομένοις εις ανάγνωσιν και των εν αυταίς σπουδασμάτων ανάπτυξιν εθέσπισε μεταδίδοσθαι»[9].
Μαθαίνουμε ακόμα, ότι ο Έλλην αυτοκράτωρ Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις δεν περιορίστηκε μόνο στη δημιουργία δημόσιων βιβλιοθηκών αλλά προχώρησε και στην επίσημη θέσπιση διδασκαλίας της κλασικής Ελληνικής Παιδείας. Επίσης ο ίδιος, «και Μουσών συνίστασθαι θέατρα, και πάντα σχεδόν τόπον, αγοραίς πλήθει ελλογίμων ανδρών επιστημονικών ζητημάτων παραθέσεις και αντιθέσεις ασχολουμένων, και πονουμένων επί λογικάς προτάσεις και συμπεράσματα»[10]. Πλήρης ήταν λοιπόν η αναβίωση της Ελληνικής Παιδείας στο κράτος της Νίκαιας.
Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις αρνήθηκε τον Χριστιανισμό
Η συγκλονιστικότερη αποκάλυψη όλων είναι, ότι ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις είχε απαρνηθεί τον Χριστιανισμό και είχε προσχωρήσει στον Ελληνισμό. Σύμφωνα με τον Ανώνυμο χρονικογράφο, ο αυτοκράτωρ λίγο πριν ξεψυχήσει κάλεσε κοντά του τον πατριάρχη Αρσένιο και τον αρχιεπίσκοπο Μυτιλήνης και εξομολογήθηκε σε αυτούς ότι είχε εγκαταλείψει τον Χριστιανισμό: «Και ούτω την των εσφαλμένων αυτώ εξαγορείαν πεποίηκε, το Εγκατέλιπόν σε, Χριστέ, συχνάκις επιφωνών»[11]. Ο Σάθας θεωρεί πως ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις έπαψε να είναι χριστιανός αφού πρώτα πήρε μέρος σε ελληνική τελετή, η οποία έγινε στον ερειπωμένο και υπόγειο ναό του αγίου Τρύφωνος. Τον εν λόγω άγιο ο αυτοκράτωρ είχε εισάγει ως προστάτη του στρατού. Ο Σάθας θεωρεί τον άγιο Τρύφωνα μία υπό χριστιανικό μανδύα καλυμμένη ελληνική θεότητα, εφόσον αυτός ο δρεπανηφόρος και χηνοβοσκός νεαρός, προστάτης της βλάστησης, των κήπων και των αμπελώνων, με την επίκληση του οποίου διώχνονται οι κάμπιες, οι ακρίδες, οι μύγες και άλλα έντομα που φθείρουν τους καρπούς, είναι στην ουσία διαιώνιση αρχαίας ελληνικής τελετής απόδοσης τιμών ως προς το Θείον. Ο Σάθας βλέπει τη λατρεία του αγίου Τρύφωνα συγγενή με του Σμινθέα Απόλλωνα και του ελληνοαιγυπτιακού Σάραπη. Αλλά και ο πατριάρχης Νίκαιας Αρσένιος, στον οποίο ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις είχε εξομολογηθεί λίγο πριν πεθάνει, είχε εισάγει στην υμνωδία της Κυριακής της Λαμπρής, εκκλησιαστικούς ανακρεόντειους ύμνους που δοξολογούσαν τους αρχαίους θεούς των Ελλήνων! Ένας από αυτούς αναφέρει:
«Λογικοί νέοι μοι δεύτε
έαρος καιρός σκιρτάτε,
ο αίμων ήδη τυρίσδει,
εαρινόν άσμα μέλπει,
θαλεροίς επί ρεέθροις
ανάπαυσιν ευτρεπίζει.
Χελιδών άρτι Τηρήος
καταλαλεί του φθορήος,
τον Ίτυν ζητεί δε πάλιν
κασιγνήτη ταύτη σφόδρα.
Ο Παν της Ηχούς εράει,
ο Κύκλωψ της Γαλατείας,
Αδώνιδος Αφροδίτη.
Λογικοί μοι νέοι δεύτε,
έαρος καιρός σκιρτάτε.
Τριάς, αμέριστε φύσις…»[12].
Στον ελληνότροπο εκκλησιαστικό ύμνο οι πιστοί δεν αποκαλούνται «δούλοι του θεού» όπως θέλουν οι ιουδαιοχριστιανικές αντιλήψεις, αλλά «Λογικοί νέοι» όπως προτάσσουν οι ελληνικές! Ο Σάθας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο εξελληνισμός της αυτοκρατορίας της Νίκαιας εις βάρος του ρωμαιοχριστιανικού χαρακτήρα της επήλθε εξαιτίας του εχθρικού πνεύματος που επικρατούσε προς τη φραγκοκρατία, τον Πάπα αλλά και στην ενδοτική πολιτική των Ρωμαίων-Ρωμιών (δηλ. βυζαντινών) αυτοκρατόρων της Ανατολής έναντι των Τούρκων πριν την κατάληψη της Πόλης από τους Λατίνους. Οι ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί αισθανόμενοι περικυκλωμένοι από παντού, Φράγκους και Τούρκους, μοιραία στράφηκαν προς το αρχαιοελληνικό τους παρελθόν και την Ελληνική Παιδεία, η οποία αποτελεί ιδεολογία αντίστασης σε κατακτητές και τυράννους, κοσμοθεωρία ελεύθερων ανθρώπων. Την ίδια άποψη συμμερίζεται και ο Τζον Φρίλι: «Η περιφρόνηση των Βυζαντινών προς τη λατινική Δύση οδήγησε τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης ν’ αναζητήσουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα κι άρχισαν να αποκαλούν με περηφάνια τους εαυτούς τους Έλληνες»[13]. Η αυτοκρατορία της Νίκαιας, ως η μόνη ισχυρή δύναμη αντίστασης, αγκάλιασε τον Ελληνισμό και τον ανέδειξε σε επίσημη κρατική ιδεολογία της. Τον ίδιο καιρό και στις υπόλοιπες ρωμαίικες ηγεμονίες που σχηματίστηκαν πάνω στα εδάφη της κατακερματισμένης Ρωμανίας, πολλές είναι οι προσωπικότητες που αρχίζουν και θεωρούν εαυτούς Έλληνες επηρεασμένοι από το ίδιο κλίμα, ακόμα και ιεράρχες όπως ο Απόκαυκος, ο Χωματιανός και ο Βαρδάνης στο δεσποτάτο της Ηπείρου. Ωστόσο, ο ραγδαίος εξελληνισμός της Νίκαιας και κατά προέκταση όλου του ρωμαίικου διακόπηκε μετά την εκθρόνιση του δεκάχρονου Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρι (1258-1261), γιο του Θεόδωρου του Β΄, από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο το έτος 1261. Ο Κωνσταντίνος Σάθας υποστήριξε, ότι: «Η αντίδρασις αύτη προς τον εν Νικαία ελληνισμόν οφείλεται εις τους Παλαιολόγους, οίτινες, αρπάσαντες το κράτος απ’ εκείνων των οποίων οι αληθώς αξιοθαύμαστοι αγώνες εδημιούργησαν εκ του μηδενός νέαν και σεβαστήν αυτοκρατορίαν…»[14]. Εδώ όμως οφείλουμε να πούμε πως αντίθετα με ό,τι υποστηρίζει ο Σάθας, δεν ήταν όλοι οι Παλαιολόγοι αντίθετοι με τον εξελληνισμό του κράτους. Αν ήταν δεν θα είχαμε ούτε τον Πλήθωνα Γεμιστό, ούτε τη νεοπλατωνική σχολή του Μυστρά, που επιχείρησε με θέρμη κατά τον 15ο αιώνα να αναγεννήσει τον Ελληνισμό την ύστατη στιγμή που οι Τούρκοι έζωναν ασφυκτικά από παντού την Πόλη.
Τελικά, όπως και προείπαμε, η βραχύβια βασιλεία του Θεόδωρου Β΄Λάσκαρι (μόλις τέσσερα χρόνια) δεν επέτρεψε να ολοκληρωθούν τα σχέδια του. Ωστόσο, οι βάσεις που έθεσε είχαν ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα μίας πρώιμης αναγέννησης, η οποία μπορεί να μην ολοκληρώθηκε στις ελληνικές χώρες εξαιτίας της οθωμανικής κατάκτησης, πέρασε όμως μαζί με τους εξόριστους Έλληνες λόγιους και φιλοσόφους στην Ιταλία και έτσι δημιουργήθηκε ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός που κατά βάση στηρίχτηκε στον κλασικό ελληνικό πολιτισμό.
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους σταυροφόρους σήμανε και το τέλος της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ως κράτος υπερεθνικό[1]. Στα κατακερματισμένα εδάφη της Ρωμανίας (Βυζαντίου) δημιουργήθηκαν πλήθος μικρών ή μεγαλύτερων ηγεμονιών που τελούσαν υπό την κατοχή των Λατίνων: Ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος έγινε αυτοκράτωρ της Κωνσταντινούπολης. Ο Βιλλαρδουίνος ίδρυσε το πριγκιπάτο της Αχαΐας. Αττική και Βοιωτία έγιναν ηγεμονία του Γάλλου Όθωνα ντε λα Ρος, τα Σάλωνα κομητεία, και η Κρήτη, η Κύπρος, η Μεθώνη, η Κορώνη, η Χαλκίδα κτήσεις της Βενετίας. Η Ρόδος έπεσε στα χέρια των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ. Τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου μετατράπηκαν σε δουκάτα κι ο Βονιφάτιος πήρε, για λίγα μονάχα χρόνια, τη Θεσσαλονίκη.
Ωστόσο, ορισμένοι Ρωμιοί (Βυζαντινοί) άρχοντες και στρατηγοί κατάφεραν και δημιούργησαν αυτόνομα κράτη με συμπαγής ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς: Ο Θεόδωρος Λάσκαρις ίδρυσε την αυτοκρατορία της Νίκαιας, στις ανατολικές ακτές της θάλασσας του Μαρμαρά και ο Αλέξιος Κομνηνός την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας στον Πόντο της Μικράς Ασίας. Στο Ιόνιο Πέλαγος, ο Μιχαήλ Άγγελος Δούκας έφτιαξε το δεσποτάτο της Ηπείρου με πρωτεύουσα, από το 1299, την Άρτα.
Η διάλυση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η κατάργηση της κεντρικής ρωμαϊκής διοίκησης είχε ως αποτέλεσμα τα ελληνόφωνα κράτη που τη διαδέχθηκαν, να αρχίσουν να στρέφονται προς τις ελληνικές τους καταβολές. Και αν κανείς αναζητά να βρει την εποχή κατά την οποία συνέβη η πρώτη ουσιαστική αναγέννηση του Ελληνισμού, αυτή δεν είναι άλλη από την επάρατη κατ’ όλα τ’ άλλα, περίοδο της φραγκοκρατίας.
Το επίκεντρο της ελληνικής αναγέννησης αυτή την εποχή είναι το κράτος της Νίκαιας. Ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης, απαντώντας στον Πάπα, με περηφάνια του τονίζει: «Από τον καιρό των Δουκών τε και Κομνηνών τους από γενών ελληνικών άρξαντας». Ο λόγιος καλόγερος Νικόλαος Βλεμμύδης, κάνοντας εξαίρεση από τους άλλους κληρικούς της εποχής του, που γι’ αυτούς το όνομα «Έλλην» εξακολουθούσε να είναι διαβλητό, έλεγε την αυτοκρατορία της Νίκαιας «ελληνίδα επικράτειαν» και ο μαθητής του, ο αυτοκράτωρ Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις (1254-1258) την ονόμαζε «ελληνικόν» και «Ελλάδα», και συνήθιζε να μιλά για τα κατορθώματα της «ελληνικής ανδρείας» ενώ λογάριαζε τους υπηκόους του «απογόνους των αρχαίων Ελλήνων».
Ο Φωτιάδης αποκαλεί τον Λάσκαρι, «έναν αρχαιολάτρη με τη σημασία που δίνομε σήμερα στη λέξη. Στέκεται με θαυμασμό μπροστά στα μνημεία της Περγάμου, έργα "ελληνικής μεγαλονοίας μεστά και σοφίας ταύτης ινδάλματα". Ποτέ πριν ούτε μίλησε ούτε ένιωσε άλλος αυτοκράτορας τόσο τον εαυτό του Έλληνα όσο ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις»[2]. Και ο Κορδάτος συμφωνεί και συμπληρώνει: «Ο Θεόδωρος Β΄ όμως τα χάλασε με τους βαλκανικούς λαούς, γιατί πίστεψε, πως μόνος του μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Οραματιζόταν να νεκραναστήσει την αρχαία Ελλάδα και πίστευε πως η ελληνική φυλή μπορούσε μόνη της να παίξει πάλι σπουδαίο ρόλο. Γι’ αυτό τόνιζε, πως δεν περιμένει καμιά βοήθεια από τους άλλους λαούς της βαλκανικής (Σέρβους, Βουλγάρους κλπ.) και πως το ελληνικό Γένος, "μόνον αυτό βοηθεί εαυτώ"».
»Ακολουθώντας τέτοια πολιτική, τα χάλασε με τους Βουλγάρους και τους έδιωξε από τις μακεδονικές περιοχές που κατείχανε. Επίσης τους Αλβανούς και τους Ηπειρώτες του Ιωάννη Άγγελου τους χτύπησε και τους ανάγκασε να τραβηχτούν στα βουνά. Έζησε όμως μόνο τέσσερα χρόνια και έτσι τα σχέδια του έμειναν στη μέση»[3].
Προσπάθειες δημιουργίας εθνικού ελληνικού κράτους
Ωστόσο, είναι να θαυμάζει κανείς τη μεγαλοφυΐα του Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρι όχι μόνο γιατί στράφηκε καθ’ ολοκληρία προς την πατρώα Ελληνική Παιδεία και την ελληνική εθνική συνείδηση ζητώντας μέσα από την Ελλάδα να βρει τη δύναμη για να υλοποιήσει τους στόχους του, αλλά κυρίως γιατί διέκρινε με μοναδική διορατικότητα την απειλή που αποτελούσαν Σλάβοι και Βούλγαροι για την επιβίωση του ελληνικού έθνους. Γνωρίζοντας, ο Λάσκαρις πως οι λαοί αυτοί, αν και ορθόδοξοι, δεν είχαν ταυτιστεί απολύτως με τη ρωμαίικη ορθόδοξη συνείδηση (πράγμα που τους συνέβη επί τουρκοκρατίας), σε αντίθεση με τους Έλληνες που είχαν απολέσει την εθνική τους συνείδηση εξαιτίας της ρωμαϊκής, ορθώς αντιλήφθηκε πως η ορθόδοξη ταυτότητα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ύπουλο μέσο εκσλαβισμού ή εκβουλγαρισμού των ελληνικής καταγωγής πληθυσμών Μακεδονίας και Ηπείρου και απορρόφησης τους από τα βαρβαρικά φύλα των Σλάβων και των Βουλγάρων (ως ομόδοξων λαών).
Οι ελληνικοί πληθυσμοί εκείνη την εποχή ήταν επιρρεπείς στην αλλοίωση της εθνικής τους συνείδησης, επειδή ακριβώς δεν είχαν εθνική συνείδηση αλλά θρησκευτική, δηλαδή, του ρωμαίικου (ρωμαϊκού) ορθόδοξου γένους. Για τον λόγο αυτό όχι μόνο δεν στηρίχτηκε σε συμμαχίες με Σλάβους, Βούλγαρους ακόμα και Αλβανούς για να εκδιώξουν από κοινού τους σταυροφόρους, αλλά, στράφηκε κιόλας εναντίον τους διώχνοντάς τους από τις ελληνικές περιοχές.
Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, με την καθάρια ελληνικότητα που τον διέκρινε, ενδιαφερόταν αποκλειστικά για τα ζωτικά και κυρίαρχα συμφέροντα του ελληνικού έθνους. Για τον Λάσκαρι εξίσου εχθροί ήταν οι Φράγκοι, οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι, οι Τούρκοι ακόμα και οι Αλβανοί. Για τον σοφό βασιλιά της Νίκαιας που θέλησε να ξαναδώσει πνοή στην αρχαία Ελλάδα, οι λυκοφιλίες με τους ομόδοξους βαρβάρους δεν είχαν κανένα νόημα. Και η ιστορία επιβεβαίωσε την πολιτική του τέλη 19ου αρχές 20ου αιώνα, όταν Σέρβοι και Βούλγαροι προσπαθώντας να καρπωθούν οφέλη από τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν δίστασαν να επιχειρήσουν εκ νέου συστηματικό αφελληνισμό της Μακεδονίας και της Θράκης. Είτε δημιουργώντας το ανύπαρκτο έθνος και κράτος της σκοπιανής Μακεδονίας, είτε με τις συμμορίες των Βούλγαρων κομιτατζήδων που δολοφονούσαν και λυμαίνονταν την μακεδονική ύπαιθρο, είτε προσπαθώντας μέσω της ορθοδοξίας να τοποθετήσουν βούλγαρους παπάδες στα ελληνικά χωριά για να θεωρηθούν έτσι και οι κάτοικοι Βούλγαροι. Για να μην λησμονούμε και τους σύγχρονους «Σλαβομακεδόνες», έμμισθους πράκτορες άλλοτε του κομμουνισμού και ενίοτε του σερβικού μεγαλοϊδεατισμού, οι οποίοι ως νέοι γενίτσαροι στράφηκαν κατά της Ελλάδας υπηρετώντας αλλότρια συμφέροντα.
Τους κινδύνους αυτούς είχε εντοπίσει από τότε ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τα σχέδια του εξαιτίας της βραχύβιας βασιλείας του.
Δικέφαλος αετός: Μία ελληνική σημαία
Επίσης ο εν λόγω αυτοκράτωρ ήταν εκείνος που υιοθέτησε ως έμβλημά του τον ελληνικό δικέφαλο αετό, αντικαθιστώντας την παλαιότερη ρωμαϊκή σημαία του Ηράκλειου. Ο αυτοκράτωρ Ηράκλειος (610-641) πρώτος χάραξε το θρησκευτικό σύμβολο της χριστιανικής πλέον Ανατολικής αυτοκρατορίας, το οποίο είναι τέσσερα κεφαλαία Β τοποθετημένα σε κάθε γωνία ενός σταυρού και τα οποία δηλώνουν την τετραβασιλεία, δηλαδή την επί των τεσσάρων περάτων της γης βασιλεία της Ρώμης και του Χριστού. Το σύμβολο αυτό ως σημαία ήταν ένας χρυσός σταυρός πάνω σε πορφυρό βαμμένο πανί με τέσσερα χρυσά Β στις γωνίες και ήταν η επίσημη σημαία των χριστιανών Ρωμαίων της Ανατολής[4]. Ο Λάσκαρις από την άλλη είχε για έμβλημα του τον δικέφαλο αετό, που κατόπιν χρησιμοποίησαν και οι Παλαιολόγοι.
Αν και ο αετός ήταν παμπάλαιο ρωμαϊκό σύμβολο και αποτελούσε την αρχαία σημαία-σύμβολο της Ρώμης, ήταν πάντα μονοκέφαλος. Ο δικέφαλος εισήχθη από τον Λάσκαρι[5] και έχει υποστηριχτεί πως απεικόνιζε τους δύο αετούς του Διός[6]. Αυτή η υπόθεση δεν πρέπει να ξενίζει τον αναγνώστη, εφόσον ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, ήταν συνειδητοποιημένος αρχαιολάτρης και Έλλην. Στο ελληνικό κράτος που ήθελε να δημιουργήσει δεν μπορούσε να έχει ως σημαία εκείνη της Ρώμης, γι’ αυτό και την αντικατέστησε με τον ελληνικό δικέφαλο αετό ως σύμβολο του νέου Ελληνισμού.
Γι’ αυτό τον λόγο σήμερα (2004) υπάρχουν ιερείς, γραφικοί νοσταλγοί της ρωμιοσύνης, οι οποίοι κατεβάζουν από τις εισόδους των Εκκλησιών τον δικέφαλο αετό και στη θέση του υψώνουν τη ρωμαϊκή κόκκινη σημαία με τον χρυσό σταυρό και τα τέσσερα χρυσά Β. Εμείς επισημαίνουμε στους ρωμιούς παπάδες και δεσποτάδες, ότι η ύψωση της ρωμαϊκής σημαίας στις εισόδους των εκκλησιών τους ισούται με πράξη εσχάτης προδοσίας, εφόσον πρόκειται για κατοχικό σύμβολο, ενώ ο κυματισμός της αποτελεί άμεση αμφισβήτηση της εθνικής μας ανεξαρτησίας. Βεβαίως την κυρίως ευθύνη φέρει η Πολιτεία που οφείλει να εφαρμόσει τους νόμους του κράτους και να απονείμει τις τιμωρίες που προβλέπει το Σύνταγμα για όσους Έλληνες πολίτες προσβάλλουν τα εθνικά μας σύμβολα και εργάζονται κατά των συμφερόντων του ελληνικού έθνους.
Πλήρης επαναφορά της Ελληνικής Παιδείας στο κράτος της Νίκαιας
Επίσης, ο Θεόδωρος ο Β΄, ήταν μέγας προστάτης της Ελληνικής Παιδείας και φιλοσοφίας. Στα χρόνια της βασιλείας του την επανέφερε πλήρως και την πρόσφερε απλόχερα σε όλους τους υπηκόους του. Ο Κωνσταντίνος Σάθας[7] αναφέρει δε, ότι: «Ο εν Νικαία αναπτυχθείς ελληνισμός εφάνη προς στιγμήν απειλών και αυτό το χριστιανικόν καθεστώς, γεγονός οπωσούν δικαιολογούν το προς τους Έλληνας μίσος της εκκλησίας, ήτις εκ πείρας εγίνωσκεν ότι αι θρησκείαι εν μόνω τω σκότει γεννώνται και θριαμβεύουσι, και ότι αμείλικτος αυτών εχθρός εισί τα γράμματα, δηλαδή το ελληνικόν πνεύμα». Την εποχή λοιπόν που αυτοκράτωρ της Νίκαιας ήταν ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις ο Ελληνισμός γιγαντώθηκε τόσο πολύ που απείλησε με κατάρρευση τον Χριστιανισμό! Η Εκκλησία, σημειώνει ο Σάθας, μισούσε τους Έλληνες, γιατί οι θρησκείες μπορούν να γεννηθούν και να γιγαντωθούν μόνο μέσα στο απόλυτο σκότος (πνευματικό). Έτσι, μοναδικός πραγματικός εχθρός όλων των θρησκειών είναι τα γράμματα, δηλαδή η μόρφωση, το ελληνικό πνεύμα. Μάλιστα σε υποσημείωσή του ο Σάθας αναφέρει πως στην Νίκαια είχαν δημιουργηθεί σημαντικές βιβλιοθήκες που διέθεταν ελληνικά χειρόγραφα, τα οποία βρίσκονταν στην ελεύθερη και ανεμπόδιστη διάθεση όλων των υπηκόων. Από την καταστροφή του Σαραπείου της Αλεξάνδρειας το έτος 391 είχε να συμβεί κάτι ανάλογο, δηλαδή η δημιουργία δημόσιας ελληνικής βιβλιοθήκης. Σε αυτό πάνω επικαλείται τη μαρτυρία του Ανώνυμου χρονικογράφου που έγραψε το έργο «Σύνοψις Χρονική»[8], και αναφέρει πως ο Θεόδωρος ο Β΄ Λάσκαρις:
«Αλλά και βιβλιοθήκας κατά πόλεις συνήθροισεν εκ βίβλων πασών τεχνών και επιστημών». Ο ίδιος Ανώνυμος συμπληρώνει αρκετές σελίδες παρακάτω, ότι: «Και βίβλους δε συνηγάγετο, ουδ’ ούσας ο επί τούτω μεγαλυνόμενος Πτολεμαίος, παντοίων τεχνών τε και επιστημών, και ταύτας ταις πόλεσιν εναποτιθείς, τοις βουλομένοις εις ανάγνωσιν και των εν αυταίς σπουδασμάτων ανάπτυξιν εθέσπισε μεταδίδοσθαι»[9].
Μαθαίνουμε ακόμα, ότι ο Έλλην αυτοκράτωρ Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις δεν περιορίστηκε μόνο στη δημιουργία δημόσιων βιβλιοθηκών αλλά προχώρησε και στην επίσημη θέσπιση διδασκαλίας της κλασικής Ελληνικής Παιδείας. Επίσης ο ίδιος, «και Μουσών συνίστασθαι θέατρα, και πάντα σχεδόν τόπον, αγοραίς πλήθει ελλογίμων ανδρών επιστημονικών ζητημάτων παραθέσεις και αντιθέσεις ασχολουμένων, και πονουμένων επί λογικάς προτάσεις και συμπεράσματα»[10]. Πλήρης ήταν λοιπόν η αναβίωση της Ελληνικής Παιδείας στο κράτος της Νίκαιας.
Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις αρνήθηκε τον Χριστιανισμό
Η συγκλονιστικότερη αποκάλυψη όλων είναι, ότι ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις είχε απαρνηθεί τον Χριστιανισμό και είχε προσχωρήσει στον Ελληνισμό. Σύμφωνα με τον Ανώνυμο χρονικογράφο, ο αυτοκράτωρ λίγο πριν ξεψυχήσει κάλεσε κοντά του τον πατριάρχη Αρσένιο και τον αρχιεπίσκοπο Μυτιλήνης και εξομολογήθηκε σε αυτούς ότι είχε εγκαταλείψει τον Χριστιανισμό: «Και ούτω την των εσφαλμένων αυτώ εξαγορείαν πεποίηκε, το Εγκατέλιπόν σε, Χριστέ, συχνάκις επιφωνών»[11]. Ο Σάθας θεωρεί πως ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις έπαψε να είναι χριστιανός αφού πρώτα πήρε μέρος σε ελληνική τελετή, η οποία έγινε στον ερειπωμένο και υπόγειο ναό του αγίου Τρύφωνος. Τον εν λόγω άγιο ο αυτοκράτωρ είχε εισάγει ως προστάτη του στρατού. Ο Σάθας θεωρεί τον άγιο Τρύφωνα μία υπό χριστιανικό μανδύα καλυμμένη ελληνική θεότητα, εφόσον αυτός ο δρεπανηφόρος και χηνοβοσκός νεαρός, προστάτης της βλάστησης, των κήπων και των αμπελώνων, με την επίκληση του οποίου διώχνονται οι κάμπιες, οι ακρίδες, οι μύγες και άλλα έντομα που φθείρουν τους καρπούς, είναι στην ουσία διαιώνιση αρχαίας ελληνικής τελετής απόδοσης τιμών ως προς το Θείον. Ο Σάθας βλέπει τη λατρεία του αγίου Τρύφωνα συγγενή με του Σμινθέα Απόλλωνα και του ελληνοαιγυπτιακού Σάραπη. Αλλά και ο πατριάρχης Νίκαιας Αρσένιος, στον οποίο ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις είχε εξομολογηθεί λίγο πριν πεθάνει, είχε εισάγει στην υμνωδία της Κυριακής της Λαμπρής, εκκλησιαστικούς ανακρεόντειους ύμνους που δοξολογούσαν τους αρχαίους θεούς των Ελλήνων! Ένας από αυτούς αναφέρει:
«Λογικοί νέοι μοι δεύτε
έαρος καιρός σκιρτάτε,
ο αίμων ήδη τυρίσδει,
εαρινόν άσμα μέλπει,
θαλεροίς επί ρεέθροις
ανάπαυσιν ευτρεπίζει.
Χελιδών άρτι Τηρήος
καταλαλεί του φθορήος,
τον Ίτυν ζητεί δε πάλιν
κασιγνήτη ταύτη σφόδρα.
Ο Παν της Ηχούς εράει,
ο Κύκλωψ της Γαλατείας,
Αδώνιδος Αφροδίτη.
Λογικοί μοι νέοι δεύτε,
έαρος καιρός σκιρτάτε.
Τριάς, αμέριστε φύσις…»[12].
Στον ελληνότροπο εκκλησιαστικό ύμνο οι πιστοί δεν αποκαλούνται «δούλοι του θεού» όπως θέλουν οι ιουδαιοχριστιανικές αντιλήψεις, αλλά «Λογικοί νέοι» όπως προτάσσουν οι ελληνικές! Ο Σάθας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο εξελληνισμός της αυτοκρατορίας της Νίκαιας εις βάρος του ρωμαιοχριστιανικού χαρακτήρα της επήλθε εξαιτίας του εχθρικού πνεύματος που επικρατούσε προς τη φραγκοκρατία, τον Πάπα αλλά και στην ενδοτική πολιτική των Ρωμαίων-Ρωμιών (δηλ. βυζαντινών) αυτοκρατόρων της Ανατολής έναντι των Τούρκων πριν την κατάληψη της Πόλης από τους Λατίνους. Οι ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί αισθανόμενοι περικυκλωμένοι από παντού, Φράγκους και Τούρκους, μοιραία στράφηκαν προς το αρχαιοελληνικό τους παρελθόν και την Ελληνική Παιδεία, η οποία αποτελεί ιδεολογία αντίστασης σε κατακτητές και τυράννους, κοσμοθεωρία ελεύθερων ανθρώπων. Την ίδια άποψη συμμερίζεται και ο Τζον Φρίλι: «Η περιφρόνηση των Βυζαντινών προς τη λατινική Δύση οδήγησε τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης ν’ αναζητήσουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα κι άρχισαν να αποκαλούν με περηφάνια τους εαυτούς τους Έλληνες»[13]. Η αυτοκρατορία της Νίκαιας, ως η μόνη ισχυρή δύναμη αντίστασης, αγκάλιασε τον Ελληνισμό και τον ανέδειξε σε επίσημη κρατική ιδεολογία της. Τον ίδιο καιρό και στις υπόλοιπες ρωμαίικες ηγεμονίες που σχηματίστηκαν πάνω στα εδάφη της κατακερματισμένης Ρωμανίας, πολλές είναι οι προσωπικότητες που αρχίζουν και θεωρούν εαυτούς Έλληνες επηρεασμένοι από το ίδιο κλίμα, ακόμα και ιεράρχες όπως ο Απόκαυκος, ο Χωματιανός και ο Βαρδάνης στο δεσποτάτο της Ηπείρου. Ωστόσο, ο ραγδαίος εξελληνισμός της Νίκαιας και κατά προέκταση όλου του ρωμαίικου διακόπηκε μετά την εκθρόνιση του δεκάχρονου Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρι (1258-1261), γιο του Θεόδωρου του Β΄, από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο το έτος 1261. Ο Κωνσταντίνος Σάθας υποστήριξε, ότι: «Η αντίδρασις αύτη προς τον εν Νικαία ελληνισμόν οφείλεται εις τους Παλαιολόγους, οίτινες, αρπάσαντες το κράτος απ’ εκείνων των οποίων οι αληθώς αξιοθαύμαστοι αγώνες εδημιούργησαν εκ του μηδενός νέαν και σεβαστήν αυτοκρατορίαν…»[14]. Εδώ όμως οφείλουμε να πούμε πως αντίθετα με ό,τι υποστηρίζει ο Σάθας, δεν ήταν όλοι οι Παλαιολόγοι αντίθετοι με τον εξελληνισμό του κράτους. Αν ήταν δεν θα είχαμε ούτε τον Πλήθωνα Γεμιστό, ούτε τη νεοπλατωνική σχολή του Μυστρά, που επιχείρησε με θέρμη κατά τον 15ο αιώνα να αναγεννήσει τον Ελληνισμό την ύστατη στιγμή που οι Τούρκοι έζωναν ασφυκτικά από παντού την Πόλη.
Τελικά, όπως και προείπαμε, η βραχύβια βασιλεία του Θεόδωρου Β΄Λάσκαρι (μόλις τέσσερα χρόνια) δεν επέτρεψε να ολοκληρωθούν τα σχέδια του. Ωστόσο, οι βάσεις που έθεσε είχαν ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα μίας πρώιμης αναγέννησης, η οποία μπορεί να μην ολοκληρώθηκε στις ελληνικές χώρες εξαιτίας της οθωμανικής κατάκτησης, πέρασε όμως μαζί με τους εξόριστους Έλληνες λόγιους και φιλοσόφους στην Ιταλία και έτσι δημιουργήθηκε ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός που κατά βάση στηρίχτηκε στον κλασικό ελληνικό πολιτισμό.
[1] Runciman.
[2] Φωτιάδης, «Η επανάσταση του 1821», τόμος α΄, σελίδα 100, εκδόσεις «Μέλισσα».
[3] Γιάννης Κορδάτος, «Ακμή και Παρακμή του Βυζαντίου», σελίδα 396, εκδόσεις «Μπουκουμάνη», 4η έκδοση, Αθήνα 1974.
[4] Κωνσταντίνος Σάθας, «Περί του Θεάτρου και της μουσικής των Βυζαντινών – ήτοι εισαγωγή εις το Κρητικόν Θέατρον», σελίδα ρογ΄, Βενετία 1878.
[5] Γιάννης Κορδάτος, «Ακμή και Παρακμή του Βυζαντίου», σελίδα 392, υποσημείωση 5, εκδόσεις «Μπουκουμάνη», 4η έκδοση, Αθήνα 1974.
[6] Περί της ταύτισης του δικέφαλου αετού με τους δύο αετούς του Δία, βλέπε τη μελέτη του Ι. Ν. Σβορώνου «Πως εγεννήθη και τι σημαίνει Ο ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ ΑΕΤΟΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ», σελίδες 48-66, εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα 1914, ανατύπωση από τις «Αναστατικές Εκδόσεις – Διονυσίου Νότη Καραβία», σειρά «Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών».
[7] Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , εισαγωγή, σελίδες κβ΄-κδ΄, Βενετία 1894.
[8] Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , Ανωνύμου «Σύνοψις Χρονική», σελίδα 507, Βενετία 1894.
[9] Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , Ανωνύμου «Σύνοψις Χρονική», σελίδα 535, Βενετία 1894.
[10] Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , Ανωνύμου «Σύνοψις Χρονική», σελίδα 536, Βενετία 1894.
[11] Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , Ανωνύμου «Σύνοψις Χρονική», σελίδα 534, Βενετία 1894.
[12] Migne, Patrol. Graeca CXL, σ. 939, (πηγή: Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , εισαγωγή, σελίδα κδ΄, Βενετία 1894).
[13] Τζον Φρίλι, «Κωνσταντινούπολη, Από τον Χριστιανισμό στο Ισλάμ», σελίδα 164, εκδόσεις «Περίπλους», Αθήνα 2001.
[14] Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , εισαγωγή, σελίδα κη΄, Βενετία 1894.
Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ: Μία θρησκεία στην υπηρεσία του Ρωμαϊκού Ιμπεριαλισμού και της απόλυτης υποδούλωσης των ανθρώπων!
Από τον ΣΤΕΦΑΝΟ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟ
Ο καλύτερος και ασφαλέστερος τρόπος να δούμε γιατί συνέφερε τη Ρώμη ο Χριστιανισμός να γίνει η επίσημη θρησκεία της (όπως τον καθιέρωσε ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος το 380 μ.Χ.) και όχι μία άλλη εξ ανατολών «θεόθεν» αποκαλυπτόμενη θρησκεία, είναι να πάμε στα ίδια τα επίσημα κείμενα αυτής της θρησκείας και να δούμε αν τα διδάγματά της εναντιώνονταν ή εναρμονίζονταν με τα αυτοκρατορικά ήθη. Γι’ αυτό πρώτα θα αναφέρουμε τι ήθελε να επιβάλλει η Ρώμη, στα πλαίσια της Pax Romana και μετά θα ακολουθεί η αντίστοιχη χριστιανική θέση.
Η Ρώμη ήθελε μία θρησκεία υπερεθνική, μέσω της οποίας θα αμβλύνονταν οι εθνικές αντιθέσεις και διαφορετικότητες με απώτερο στόχο τα παλαιότερα έθνη κάποια στιγμή να εξαφανιστούν και στη θέση τους να απομείνει μόνο ένα, που θα προέκυπτε από τη διάλυση και συνένωση των παλιών, το νέο ρωμαϊκό γένος. Συνδετικός κρίκος αυτού του νέου αυτοκρατορικού γένους θα ήταν η κοινή ρωμαϊκή θρησκεία, μέσω της οποίας θα επιβάλλονταν και η κοινή ρωμαϊκή συνείδηση. Ο Χριστιανισμός με τη σειρά του πρεσβεύει:
«ου γαρ επαισχύνομαι το ευαγγέλιον του Χριστού. δύναμις γαρ Θεού εστιν εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι, Ιουδαίω τε πρώτον και Έλληνι»[1].
[Ο Παύλος εξηγεί ότι όσοι πιστέψουν θα σωθούν, κατά πρώτο λόγο οι Ιουδαίοι αλλά και οι Έλληνες. Ξεκαθαρίζει δηλαδή πως η θρησκεία που κηρύττει είναι υπερεθνική, γι’ αυτό αναφέρεται σε Έλληνες και Ιουδαίους, έθνη που ενώ ήταν τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, τώρα μπορούσαν να συνυπάρξουν από κοινού ασπαζόμενα τις ίδιες δοξασίες].
«ή Ιουδαίων ο Θεός μόνον; ουχί δε και εθνών; ναι και εθνών»[2].
[Ο Παύλος κηρύττει ότι ο Θεός του είναι κοινός για όλα τα έθνη].
«ου γαρ εστι διαστολή Ιουδαίου τε και Έλληνος. ο γαρ αυτός Κύριος πάντων, πλουτών εις πάντας τους επικαλουμένους αυτόν. πας γαρ ος αν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου σωθήσεται»[3].
[ Δεν υπάρχει καμιά διάκριση μεταξύ Ιουδαίου και Έλληνα, διότι ο Κύριος είναι θεός όλων. Όσοι τον επικαλούνται σώζονται].
Η Ρώμη ήθελε τη δημιουργία ενός νέου ρωμαϊκού γένους, μέσα από την εξάλειψη και εν συνεχεία ένωση των παλιών εθνών. Ο Χριστιανισμός κήρυττε τη δημιουργία ενός νέου λαού, του υπερεθνικού «λαού του Θεού», ο οποίος θα δημιουργούνταν από τους πιστούς του εξ όλων των εθνών, και οι οποίοι πλέον δεν θα αναγνωρίζονταν με τις παλαιότερες εθνικές τους ταυτότητες, αλλά μόνο ως χριστιανοί:
«όπου ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός»[4].
[Αποδίδει ο Π. Ν. Τρεμπέλας: «Εις αυτόν δε τον νέον άνθρωπον δεν υπάρχει διάκρισις Έλληνος και Ιουδαίου, περιτμημένου Ισραηλίτου και απεριτμήτου εθνικού, βαρβάρου και Σκύθου, δούλου και ελεύθερου, αλλά και εθνικότης και καταγωγή και αξίωμα και τα πάντα, καθώς και εις πάντας τους πιστούς είναι ο Χριστός». Ιδού λοιπόν η κατάργηση των εθνών και η δημιουργία ενός νέου λαού στη θέση τους. Το ίδιο ακριβώς αναζητούσε και η Ρώμη, να βάλει όλα τα υπόδουλα έθνη στο ρωμαϊκό χωνευτήρι, να τους κάνει να ξεχάσουν ποιοι είναι, και πείθοντάς τους πως όλοι είναι Ρωμαίοι και να διαιωνίσει με ασφάλεια την εξουσία της δίχως τον κίνδυνο των εθνικών και απελευθερωτικών επαναστάσεων! Μήπως τα ίδια δεν θέλει να επιβάλλει και σήμερα η λεγόμενη ως «παγκοσμιοποίηση» που προωθούν οι Η.Π.Α. και τα κέντρα εξουσίας που εδρεύουν στο έδαφός της;]
Η Ρώμη ήταν εχθρική με τους φιλοσόφους, διότι με τις διδασκαλίες τους αφύπνιζαν το ρωμαϊκό «πόπολο» και διέδιδαν ιδέες επικίνδυνες για τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας. Ο Χριστιανισμός με τη σειρά του απαξιώνει τους φιλοσόφους:
«φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν»[5].
[ Ο Παύλος θεωρεί τους σοφούς αποβλακωμένους!].
«γέγραπται γαρ. απολώ την σοφίαν των σοφών, και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω»[6].
[Γιατί είναι γραμμένο: θα απολέσω τη σοφία των σοφών, και θα αθετήσω τη σύνεση των συνετών. Και καλά, απορούμε τώρα, με τους σοφούς υπήρχε «κόντρα» διότι έλεγχαν τόσο τη ρωμαϊκή εξουσία όσο και τα χριστιανικά κηρύγματα. Οι συνετοί άνθρωποι όμως τι τους έφταιγαν; Μήπως γιατί ως συνετοί θεωρούνται οι σκεπτόμενοι (και όχι οι συνεσταλμένοι), οπότε πράγματι τώρα υπάρχει εξήγηση. Φιλόσοφοι και σκεπτόμενοι άνθρωποι απολύονται δηλαδή διώκονται! Γιατί πως αλλιώς θα επιβληθεί η θεοκρατία;].
«αλλά τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη»[7].
[ Αλλά τους ηλίθιους αυτού του κόσμου εξέλεξε ο Θεός για να ντροπιάσει τους σοφούς! Κατά πρώτη, ο θεόπνευστος Παύλος παραδέχεται ότι οι «εκλεκτοί» του θεού του είναι «μωροί», δηλαδή ανόητοι και ηλίθιοι, αλλά αυτή η «υπέροχη» σύναξη ανόητων θα ντροπιάσει τους σοφούς. Πως; Θα το δούμε παρακάτω!].
Η Ρώμη ήθελε να επιβάλλει την ειρήνη, όχι όμως την ειρήνη που όλοι επιθυμούμε με το να πάψουν οι επεκτατικοί πόλεμοι και οι υποδουλώσεις μέχρι πρότινος ελεύθερων ανθρώπων, αλλά την εσωτερική ειρήνη την τόσο απαραίτητη για τη σταθερότητα της εξουσίας της και τη διαιώνιση της κυριαρχίας της. Η Pax Romana δηλαδή η ειρήνευση (υποδούλωση) των υπηκόων της ήταν το πρώτο μέλημα των κρατούντων τα αυτοκρατορικά ηνία. Ως ειρήνη εννοούνταν από τους Ρωμαίους οι υπόδουλοι λαοί να μην εξεγείρονται για να διεκδικήσουν την εθνική ελευθερία τους, οι δούλοι να μη σηκώνουν κεφάλι στους ιδιοκτήτες τους, οι φτωχοί να μην διεκδικούν μερίδα από τον πλούτο της ολιγαρχίας. Έτσι εννοούν από τότε μέχρι και σήμερα οι ιμπεριαλιστές την ειρήνη. Ο Χριστιανισμός από την πλευρά του, την ίδια ειρήνη κήρυττε, δηλαδή ειρήνευση μεταξύ των υπηκόων της αυτοκρατορίας:
«ει δυνατόν, το εξ υμών μετά πάντων ανθρώπων ειρηνεύοντες. Μη εαυτούς εκδικούντες, αγαπητοί, αλλά δότε τόπον τη οργή× γέγραπται γαρ. εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος»[8].
[Προσπαθείτε να έχετε ειρηνικές σχέσεις με όλους τους ανθρώπους, αν είναι δυνατόν. Μη ζητάτε αγαπητοί εκδίκηση υπερασπιζόμενοι τον εαυτό σας, αλλά δώστε τόπο στην οργή. Γιατί είναι γραμμένο. Εγώ είμαι η εκδίκηση, εγώ θα ανταποδώσω λέει ο Κύριος. Με λίγα λόγια, να είστε καλοί και υπάκουοι, να μην σηκώνετε κεφάλι και αν σας αδικήσει κανείς (ό,τι και αν σας κάνει) εσείς να μην ανταποδώσετε. Σας βίασαν τη γυναίκα ή την κόρη; Σας έκλεψαν τη γη και την περιουσία; Σας εκμεταλλεύεται ή σας προσβάλει ο εργοδότης σας; Σας καταπιέζει το κράτος; Σας κλέβει η εφορία; Εσείς να μείνετε σε νιρβάνα, ατάραχοι! Θα εκδικηθεί ο Θεός για εσάς. Τι «ωραία» κηρύγματα δουλοπρέπειας…].
«ου γαρ εστιν η βασιλεία του Θεού βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν Πνεύματι Αγίω. ου γαρ εν τούτοις δουλεύων τω Χριστώ ευάρεστος τω Θεώ και δόκιμος τοις ανθρώποις. άρα ουν τα της ειρήνης διώκωμεν και τα της οικοδομής της εις αλλήλους»[9].
[Ας επιδιώκουμε κάθε τι που συντελεί στην ειρήνη, το μήνυμα του Παύλου, και αυτή η ειρήνη του Θεού πόσο ταυτίζεται με τη Ρωμαϊκή Ειρήνη!].
Η Ρώμη επιθυμούσε την επιβολή θεοκρατίας, ώστε όλοι να πειθαρχούν δίχως αντιρρήσεις στην «ελέω θεού», άρα θεϊκή, εξουσία της, και ως εκ τούτου όποιος πήγαινε κόντρα στους κρατούντες στην ουσία ήταν σαν να εναντιωνόταν στον ίδιο τον θεό. Έτσι, η όποια επανάσταση δεν στρεφόταν κατά του αυτοκράτορα, αλλά κατά του ίδιου του θεού, εφόσον ο αυτοκράτωρ κυβερνούσε αντί (και με άδεια) Εκείνου. Ο Χριστιανισμός όχι μόνο θα συμμορφωθεί με αυτό το σχήμα, αλλά θα θεωρήσει «ελέω θεού» ακόμα και τους «ειδωλολάτρες» αυτοκράτορες! Τώρα, πώς ήταν δυνατόν, αυτοί οι «πλανεμένοι», «άθεοι» και λάτρεις «ψεύτικων θεών», να κυβερνούν με την άδεια και προστασία του αληθινού Θεού, του οποίου –σημειωτέων- την ύπαρξη αγνοούσαν ή χλεύαζαν, είναι εύκολο να το απαντήσει κανείς. Ο Χριστιανισμός ουδέποτε υπήρξε επαναστατική θρησκεία ή ιδεολογία, αυτές είναι ανοησίες κάποιων «κρυπτοχριστιανών» Μαρξιστών συγγραφέων, οι οποίοι επειδή μετεωρίζονταν μεταξύ πίστης και πολιτικής ιδεολογίας, εντυπωσιάστηκαν από τα ξεσπάσματα του Ναζωραίου κατά των ισχυρών και τα ερμήνευσαν ως «επαναστατικά». Στην πραγματικότητα, οι χριστιανοί, ήταν η πιο πειθήνια και υπάκουη κοινωνική ομάδα της αυτοκρατορίας, πρότυπο «προβατοποιημένων» ανθρώπων. Για διαβάστε τι συμβουλεύει ο απόστολος Παύλος τους πιστούς, για να καταλάβετε:
«Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. ου γαρ έστιν εξουσία ει μη υπό Θεού× αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν»[10].
[Κάθε ανθρώπινη ψυχή να υποτάσσεται στις εξουσίες που υπερέχουν. Γιατί δεν υπάρχει εξουσία που να μην προέρχεται από τον Θεό. οι δε εξουσίες υπό του Θεού ταγμένες είναι].
«ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν. οι δε ανθεστηκότες εαυτοίς κρίμα λήψονται»[11].
[Απόδοση Π. Ν. Τρεμπέλα: «Ώστε εκείνος που απειθεί εις την εξουσίαν, εναντιώνεται εις την διαταγήν του Θεού. Όσοι δε εναντιώνονται, θα λάβουν εις τον εαυτό τους την πρέπουσα τιμωρίαν». Τι σας λέγαμε λίγες αράδες παραπάνω, ότι δηλαδή όσοι αντιτάσσονται στους κρατούντες είναι σαν να εναντιώνονται στον ίδιο τον θεό. Ιδού λοιπόν ο Ρωμαίος πολίτης Παύλος, ο μέγας απόστολος των εθνών, σε ρόλο θεμελιωτή της ρωμαϊκής θεοκρατίας. Για ποιο επαναστατικό Χριστιανισμό, λοιπόν, μιλάμε; Η θρησκεία αυτή φτιάχτηκε εξαρχής για να υπηρετεί τους τυράννους και τους μονάρχες. Είναι μία θρησκεία εχθρός της δημοκρατίας, είναι μία συνομωσία κατά των ελεύθερων ανθρώπων].
«οι γαρ άρχοντες ουκ εισί φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών. θέλεις δε μη φοβείσθαι την εξουσίαν; το αγαθόν ποίει, και έξεις έπαινον εξ αυτής»[12].
[Διότι οι άρχοντες δεν εμπνέουν φόβο για τα καλά έργα, αλλά για τα κακά. Θέλεις δε να μη φοβάσαι την εξουσία; Πράττε το αγαθό και θα έχεις έπαινο από αυτή (την εξουσία δηλαδή). Και επειδή, λέμε τώρα εμείς, η εξουσία είναι αυτή που ορίζει τι είναι «καλό» και τι είναι «κακό», κατά περίπτωση, ο Παύλος μας συμβουλεύει στην ουσία να πράττουμε ό,τι μας ζητεί η εξουσία, και έτσι φυσικά όχι μόνο δεν έχουμε λόγο να τη φοβόμαστε, αλλά μπορούμε να ελπίζουμε και στους επαίνους της. Τα πειθήνια πρόβατα που λέγαμε…].
«διο ανάγκη υποτάσσεσθαι ου μόνον δια την οργήν, αλλά και δια την συνείδησιν. δια τούτο γαρ και φόρους τελείτε. λειτουργοί γαρ Θεού εισιν εις αυτό τούτο προσκαρτερούντες. αποδότε ουν πάσι τας οφειλάς, τω τον φόρον τον φόρον, τω το τέλος το τέλος, τω τον φόβον τον φόβον, τω την τιμήν την τιμήν»[13].
[Και επειδή κανένα κράτος δεν μπορεί να επιβιώσει δίχως φόρους, η «σωτηρία της ψυχής» περνά και μέσα από την τακτική, ακριβή και αδιαμαρτύρητη καταβολή τους. Κοινώς οι… φοροφυγάδες θα πάνε στην κόλαση. Και καλά αυτοί. Οι άλλοι που αντιστέκονται στους βαρύτατους φόρους που επιβάλλει μια άδικη εξουσία; Από τον… θεόπνευστο απόστολο δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη, παρά μόνο μία: Πληρώνετε και φόρους προς συντήρηση των αρχόντων, διότι είναι υπηρέτες του Θεού. Αποδώστε λοιπόν σε όλους που κατέχουν εξουσία, ό,τι τους οφείλετε. Σε αυτόν που εισπράττει φόρους, τον φόρο, στον τελώνη τους τελωνιακούς δεσμούς, σε αυτούς που πρέπει να φοβάστε αποδώστε τον φόβο και σε αυτούς που τιμάτε αποδώστε τις τιμές. Στη μοναρχική σκέψη του Παύλου δεν υπάρχει καν το ενδεχόμενο οι φόροι να προορίζονται για κοινωφελή έργα (όπως συνέβαινε στις δημοκρατίες), αλλά οι φόροι προορίζονται μόνο για συντήρηση (πλουσιοπάροχη ζωή) των αρχόντων εις βάρος των κορόιδων! Αλλά αφού οι άρχοντες, ακόμα και οι «ειδωλολάτρες» είναι διορισμένοι από τον Θεό του Παύλου, πρέπει όλοι να τους εξασφαλίζουμε μία άνετη ζωή. Δηλαδή, εμείς να δουλεύουμε και αυτοί να μας… δουλεύουν και να γλεντοκοπούν στην υγειά των κορόιδων! Τόσες πολλές μισάνθρωπες και αντιλαϊκές διακηρύξεις δεν υπάρχουν συγκεντρωμένες μαζί σε άλλο ανθρώπινο κείμενο, τόσο απροκάλυπτα και ξεδιάντροπα διατυπωμένες. Μα, τι λέμε τώρα… Το κείμενο του Παύλου δεν είναι ανθρώπινο! Όχι αγαπητοί μας αναγνώστες. Τέτοιες… σοφίες δεν είναι από νου ανθρώπου διατυπωμένες. είναι θεόπνευστες(!). Αυτό τουλάχιστον ισχυριζόταν ο Παύλος: «αλλά λαλούμεν σοφίαν Θεού εν μυστηρίω, την εποκεκρυμμένην, ην προώρισεν ο Θεός προ των αιώνων εις δόξαν ημών»[14]. Και ύστερα κάποιοι κραυγάζουν για την «άγια πίστη» τους, πως δήθεν δεν έχει καμία σχέση με τις απάτες, τα σκάνδαλα, το χρήμα, την καταπίεση, την εξουσία. Ας απαντήσουν τότε για τα παραπάνω εδάφια της «Καινής Διαθήκης», ας προσπαθήσουν να δικαιολογηθούν, ας επιχειρήσουν να μας πείσουν ότι κάτι άλλο ήθελε να πει ο Παύλος, να «φωτιστούμε» και εμείς οι άπιστοι δημοκρατικοί πολίτες, «άπιστοι» γιατί άραγε αρνούμαστε να υποταχθούμε στους τυράννους που ο Παύλος καθαγιάζει «ελέω θεού»; Όποιος ισχυρίζεται πως η χριστιανική πίστη δεν έχει καμία σχέση με τη διαφθορά του χριστιανικού ιερατείου, τότε ή αγνοεί τα χριστιανικά κείμενα, ή συσκοτίζει την κοινή γνώμη. Πάντως ειλικρινής άνθρωπος δεν είναι].
Ο απολογητής Ιουστίνος, ο επικαλούμενος και ως «μάρτυς», στην «Απολογία Α΄» που συνέγραψε με αποδέκτη τον αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή (138-161), σπεύδει να διαβεβαιώσει τόσο τον ίδιο, όσο και τους θετούς υιούς του, τη Σύγκλητο και τον δήμο της Ρώμης για τη νομιμοφροσύνη και υποταγή των χριστιανών στην αυτοκρατορική εξουσία:
«Προσπαθούμε δε να φέρνουμε τους φόρους και τις συνεισφορές στους παντού διορισμένους από εσάς υπαλλήλους προθυμότερα από όλους, όπως διδαχθήκαμε από αυτόν (εννοεί τον Ιησού). Πράγματι κατά τον καιρό εκείνο προσήλθαν μερικοί και τον ρώτησαν, εάν πρέπει να καταβάλουν φόρους στον Καίσαρα. Και αποκρίθηκε· πείτε μου, τίνος εικόνα έχει το νόμισμα; Εκείνοι δε είπαν· του Καίσαρα. Και πάλι τους αποκρίθηκε· ˝αποδώσατε τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα και τα του Θεού εις τον Θεόν˝. Εξ ου και προσκυνούμε μόνο τον Θεό, κατά τ’ άλλα δε ευχαρίστως προσφέρουμε σε εσάς τις υπηρεσίες μας αναγνωρίζοντας εσάς ως εξουσιαστές και άρχοντες των ανθρώπων και με την ευχή να αποδειχθεί ότι μαζί με τη βασιλική δύναμη διαθέτετε και σώφρονα σκέψη»[15].
Την ίδια θεοκρατική, μονοθεϊστική και μοναρχική πολιτική αντίληψη, την ανατολική δεσποτεία δηλαδή, τη συναντούμε έναν αιώνα μετά τον Παύλο και στο κείμενο του απολογητή Αθηναγόρα (180 μ.Χ.), του Αθηναίου φιλοσόφου χριστιανού, με τίτλο «Πρεσβεία περί Χριστιανών». Πρόκειται για μία επιστολή με αποδέκτες τον στωικό αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο και τον γιο του Κόμοδο. Εκεί ο Αθηναγόρας, φροντίζει να διαβεβαιώσει τους δύο Αυγούστους, ότι σύμφωνα με τις χριστιανικές αντιλήψεις, «πραγματικά όπως έχουν όλα υποταχθεί σε εσάς, στον πατέρα και στο γιο, παίρνοντας τη βασιλεία από το Θεό, "γιατί η ψυχή του βασιλιά βρίσκεται στα χέρια του Θεού"[16], όπως λέει το προφητικό Πνεύμα, με τον ίδιο τρόπο όλα έχουν υποταχθεί στον ένα Θεό και στο Λόγο που βρίσκεται κοντά Του, τον Υιό που νοείται αχώριστος από αυτόν»[17]. Πραγματικά είναι απορίας άξιον, που στην αλήθεια κάποιοι μαρξιστές ιστορικοί διέκριναν επαναστατικότητα στον πρώιμο Χριστιανισμό. Ένα θρησκευτικό και πολιτικό σύστημα που από την πρώτη του στιγμή προπαγάνδιζε τη θεοκρατία και τη μοναρχία!
Η Ρώμη ήθελε τους δούλους υπάκουους στους κυρίους τους, εφόσον ήταν μία δουλοκτητική κοινωνία της οποίας η γεωργική παραγωγή, και εν γένει η οικονομία, στηριζόταν αποκλειστικά στην εργασία των σκλάβων. Στη ρωμαϊκή επικράτεια δεν υπήρχαν παρά ελάχιστοι ελεύθεροι μικροκαλλιεργητές. Η γη ανήκε στο μεγαλύτερο ποσοστό στους Ρωμαίους φεουδάρχες. Τα τεράστια κτήματά τους ονομάζονταν «λατιφούντια» και σε καθένα από αυτά εργάζονταν πολλές χιλιάδες δούλων. Οι παλαιότερες εξεγέρσεις δούλων, της Σικελίας το 137 π.Χ. με ηγέτες τους Έλληνες Εύνο και Κλέωνα, της Περγάμου το 130 π.Χ. με επικεφαλής τον Αριστόνικο, όπως και εκείνη που είχε επικεφαλής τον Έλληνα μονομάχο Σπάρτακο[18] το 72 π.Χ., που απείλησε ακόμα και την ίδια την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, είχαν κάνει τους Ρωμαίους δουλοκτήτες ιδιαίτερα προσεκτικούς και καταπιεστικούς. Η δε Ρώμη ζούσε πάντα με τον φόβο μίας νέας εξέγερσης. Ωστόσο, μόνο ο Παύλος συνέλαβε την «θεόπνευστη» ιδέα να ανακηρύξει και τους δουλοκτήτες «ελέω Θεού», σαν να ήταν η δουλεία θεϊκό θέλημα και οι ιδιοκτήτες σκλάβων θεάρεστοι για αυτή τους τη θέση. Για πρώτη φορά η δουλεία καθαγιαζόταν και θεωρούνταν θεία συνθήκη, χάρη στον Παύλο και αυτό βρισκόταν σε κάθετη αντίθεση με την Ελληνική Παιδεία, η οποία δίδασκε μέσω του θεάτρου, ότι: «Από τη δουλεία κακό μεγαλύτερο για τους ανθρώπους δεν υπάρχει»[19]. Αλλά εξαιτίας αυτών των διδαγμάτων το ελληνικό θέατρο θεωρούνταν επικίνδυνο για τη Ρώμη. Ο Παύλος, λοιπόν, φρόντισε να περιφρουρήσει τα «θεόθεν» δικαιώματα των δουλοκτητών με τις παρακάτω ευαγγελικές ρήσεις:
«Οι δούλοι υπακούετε τοις κυρίοις κατά σάρκα μετά φόβου και τρόμου εν απλότητι της καρδίας υμών ως τω Χριστώ»[20].
[Οι δούλοι να υπακούετε στους κατά σάρκα κυρίους με φόβο και τρόμο, με ευθύτητα και ειλικρίνεια της καρδιάς σας, σαν να υπακούετε στο Χριστό. Δηλαδή, οι ιδιοκτήτες σκλάβων (ακόμα και οι «ειδωλολάτρες») που εκείνη την εποχή ήταν οι πλούσιοι Ρωμαίοι φεουδάρχες, στα μάτια των σκλάβων τους έπρεπε να μοιάζουν όπως ο Χριστός, όπως ο ίδιος ο Θεός του Παύλου δηλαδή!].
Και στη συνέχεια ακολουθούν τα πλέον μισάνθρωπα και εθελόδουλα κηρύγματα που γράφτηκαν ποτέ, από το χέρι ενός εβραϊκής καταγωγής Ρωμαίου πολίτη που ήθελε να εμφανίζεται ως «θεόπνευστος». Αν είναι δυνατόν ποτέ, ο πανάγαθος και δίκαιος Θεός (κατά τους πλατωνικούς) να ευλογεί τη δουλεία. Και όμως, ο θεός του Παύλου, απ’ ό,τι φαίνεται, την ευλογούσε και την καθαγίαζε:
«μη κατ’ οφθαλμοδουλίαν ως ανθρωπάρεσκοι, αλλ’ ως δούλοι του Χριστού, ποιούντες το θέλημα του Θεού εκ ψυχής, μετ’ ευνοίας δουλεύοντες ως τω Κυρίω και ουκ ανθρώποις, ειδότες ότι δ’ εάν τι έκαστος ποιήση αγαθόν, τούτο κομιείται παρά του Κυρίου, είτε δούλος είτε ελεύθερος»[21].
[Αποδίδει ο Π. Ν. Τρεμπέλας: «Όχι με δουλείαν πλαστήν, που γίνεται μόνο για τα μάτια εφ’ όσον σας βλέπουν οι κύριοι, όπως κάνουν αυτοί, που ζητούν να αρέσουν στους ανθρώπους, αλλ’ ως δούλοι του Χριστού εκτελούντες το θέλημα του Θεού από μέσα από την ψυχήν σας, με ειλικρίνειαν και προθυμίαν, με ενδιαφέρον και καλήν διάθεσιν, σαν να δουλεύετε εις τον Κύριον και όχι εις ανθρώπους. Να ξεύρετε δε, ότι οποιονδήποτε καλόν κάμη κάθε άνθρωπος, τούτο και θα πάρη πάλιν από τον Κύριον, ο οποίος θα τον ανταμείψη δι’ αυτό είτε δούλος είναι είτε ελεύθερος». Απίστευτα πράγματα! Για τον Παύλο φαίνεται να μην είναι αρκετό που κάποιοι δυστυχισμένοι άνθρωποι υποδουλώθηκαν, είτε εξαιτίας του πολέμου είτε άλλης ατυχίας και από κύριοι του εαυτού τους κατάντησαν ανδράποδα, αλλά απαιτεί κιόλας από τους δούλους να είναι σκλάβοι κατά συνείδηση και όχι απλά να υποκρίνονται τους υπάκουους. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να τους ζητά να εκτελούν τις εντολές των δουλοκτητών σαν να ήταν θέλημα του ίδιου του Θεού! Και εμείς οι δημοκρατικοί πολίτες τι στάση άραγε πρέπει να κρατήσουμε απέναντι σε αυτά τα κηρύγματα; Να τα αποδεχτούμε ως «θεόπνευστα» και να τα προσπεράσουμε; Να προσπαθήσουμε να βρούμε αλληγορική σημασία που δεν υπάρχει μόνο και μόνο για να δικαιολογήσουμε τον μεγαλύτερο υπερασπιστή της δουλείας, τον Παύλο; Ή μήπως πρέπει να συνταχτούμε με τον εθνικό μας ποιητή Κάλβο, που έγραψε: «θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία»! Διότι αν η ελευθερία θέλει τόλμη και αρετή, αυτές οι δύο ιδιότητες δεν υπάρχουν στον Χριστιανισμό, παρά «φόβος και τρόμος»! Εμείς λοιπόν θα κρατήσουμε την τόλμη και την αρετή, όπως αρμόζει σε απογόνους Ελλήνων και τέκνα ελεύθερων ανθρώπων, και θα χαρίσουμε τη συνειδητοποιημένη δουλεία στους οπαδούς του Παύλου! Γιατί όσοι πείθονται από τον Παύλο είναι άξιοι της όποιας μοίρας τους!].
Ωστόσο η διαστροφή κορυφώνεται στην πρώτη επιστολή του Παύλου προς τον Τιμόθεο. Εκεί ο κήρυκας υπέρ της δουλοκτησίας αναφέρει:
«Όσοι εισίν υπό ζυγόν δούλοι, τους ιδίους δεσπότας πάσης τιμής αξίους ηγείσθωσαν, ίνα μη το όνομα του Θεού και η διδασκαλία βλασφημείται. οι δε πιστούς έχοντες δεσπότας μη καταφρονείτωσαν, ότι αδελφοί εισιν, αλλά μάλλον δουλευέτωσαν, ότι πιστοί εισι και αγαπητοί οι της ευεργεσίας αντιλαμβανόμενοι»[22].
[Αποδίδει ο Π. Ν. Τρεμπέλας: «Όσοι είναι δούλοι κάτω από την πιεστικήν δουλείαν απίστων κυρίων, ας θεωρούν τους δεσπότας των αξίους κάθε τιμής, δια να μη δίδουν με την δυστροπίαν των αφορμήν να συκοφαντήται και περιϋβρίζεται το όνομα του Θεού και η διδασκαλία του ευαγγελίου. Εκείνοι δε, που έχουν δεσπότας πιστούς Χριστιανούς, ας μη τους καταφρονούν, λαμβάνοντες θάρρος από το ότι είναι εν Χριστώ αδελφοί. Αλλά ας δουλεύουν περισσότερον, διότι αυτοί, που απολαμβάνουν την καλήν δουλειάν της προθύμου υπηρεσίας των, είναι και αυτοί πιστοί και αγαπητοί». Αλήθεια που υπήρξε επαναστατικός ο Χριστιανισμός; Εδώ οι χριστιανοί δούλοι που έχουν «ειδωλολάτρες» δεσπότες συμβουλεύονται να είναι υπάκουοι για να μην τεθεί σε κίνδυνο η χριστιανική οργάνωση θεωρούμενη ως αντικαθεστωτική, οι άλλοι δε που έχουν χριστιανούς δεσπότες (δουλοκτήτες) παροτρύνονται να τους δουλεύουν ακόμα περισσότερο! Στην οργάνωση του Παύλου ήταν συμφέρον του δούλου να έχει «ειδωλολάτρη» κύριο, διότι έτσι ο απόστολος απαιτούσε κανονική εργασία από τον σκλάβο, και τον δουλοκτήτη τον συνέφερε να γίνει χριστιανός διότι τότε οι χριστιανοί δούλοι του θα του δούλευαν περισσότερο ύστερα από την παραπάνω προτροπή του Παύλου. Και ρωτάμε; Ποιους συνέφερε ο Χριστιανισμός; Τους δούλους ή τους δεσπότες τους; Ποιων τα συμφέροντα υπερασπιζόταν; Των δούλων ή των δεσποτών; Και γιατί ακόμα και σήμερα οι μητροπολίτες ονομάζονταν δεσπότες; Θέλουν μήπως να μας υπενθυμίζουν τι είμαστε εμείς για εκείνους; Θα απαντήσουμε πάνω σε αυτό: Είμαστε πρόβατα και δούλοι! Έτσι δεν μας ονομάζουν; Έτσι δεν μας αποκαλούν στη βάφτιση, στο γάμο, στην κηδεία; Και εμείς γιατί το ανεχόμαστε; Αλληγορικά μας βρίζουν, αλληγορικά μας προσβάλλουν; Αλληγορικά διαφθείρουν με αυτόν τον τρόπο την αξιοπρέπειά μας; Όλα είναι μία αλληγορία;]. Ο Δημήτρης Ι. Κυρτάτας στον πρόλογο που έγραψε στο βιβλίο του Τζέφρυ ντε Σαιντ Κρουά, «Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη»[23], σημειώνει:
«Σύντομα όμως δεν ήταν λίγοι οι δάσκαλοι του χριστιανισμού που αποδέχτηκαν πολλές από τις κυρίαρχες ιδεολογίες του ελληνορωμαϊκού κόσμου· και αυτές δεν ήταν άλλες από τις ιδεολογίες των κυρίαρχων τάξεων. Τούτο είναι ιδιαιτέρως εμφανές στον τρόπο με τον οποίο προπαγάνδισαν την υποταγή στις κοσμικές εξουσίες. Στο ζήτημα πάλι της δουλείας, οι χριστιανοί δεν έδειξαν καμία κοινωνική ευαισθησία και δεν προέβαλαν κανένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα».
Δείξαμε λοιπόν και με το παραπάνω αν συνέφερε τη Ρώμη ο Χριστιανισμός. Πολλοί μάλιστα ερευνητές και ιστορικοί έχουν υποστηρίξει την άποψη ότι ο Χριστιανισμός του Παύλου ήταν εξαρχής δημιούργημα της ρωμαϊκής άρχουσας τάξης, και σε αυτόν πάνω τον ισχυρισμό υπάρχουν σημαντικά στοιχεία, δύσκολο να τα αγνοήσει κανείς. Εμείς θα προτείνουμε σχετικά το βιβλίο του Νίκου Βεργίδη «Νέρων και Χριστός – η αληθινή καταγωγή του Χριστιανισμού» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Arcadia». Αλλά και άλλα στοιχεία να μην είχαμε, πιστεύουμε ότι η αντιπαραβολή των ρωμαϊκών συμφερόντων και επιδιώξεων με τα κηρύγματα του Παύλου είναι αρκετά πειστική για την ταύτιση. Από εδώ και πέρα ήταν απλά ζήτημα χρόνου πότε ο Χριστιανισμός θα γινόταν επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας.
[1] Παύλος, «Προς Ρωμαίους», α΄ 16.
[2] Παύλος, «Προς Ρωμαίους», γ΄ 29.
[3] Παύλος, «Προς Ρωμαίους», ι΄ 12-13.
[4] Παύλος, «Προς Κολασσαείς», γ΄ 11.
[5] Παύλος, «Προς Ρωμαίους», α΄ 22.
[6] Παύλος, «Α΄ Προς Κορινθίους», α΄ 19.
[7] Παύλος, «Α΄ Προς Κορινθίους», α΄ 27.
[8] Παύλος, «Προς Ρωμαίους», ιβ΄ 18-19.
[9] Παύλος, «Προς Ρωμαίους», ιδ΄ 17-19.
[10] Παύλος, «Προς Ρωμαίους», ιγ΄ 1.
[11] Παύλος, «Προς Ρωμαίους», ιγ΄ 2.
[12] Παύλος, «Προς Ρωμαίους», ιγ΄ 3.
[13] Παύλος, «Προς Ρωμαίους», ιγ΄ 5-7.
[14] Παύλος, «Α΄ Προς Κορινθίους», β΄ 7.
[15] Ιουστίνος ο Μάρτυς, «Απολογία Α΄», 17, 1-3, πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1985.
[16] «Παροιμίες», κεφ. 21, στιχ. 1.
[17] Αθηναγόρας, «Πρεσβεία περί Χριστιανών», 18, «Λόγοι χριστιανών κατά εθνικών», σελίδα 355, εκδόσεις «Ζήτρος», Θεσσαλονίκη 2004.
[18] Η ελληνική καταγωγή του Σπάρτακου είναι αναμφισβήτητη, αν και κάποιοι εκ των υστέρων προσπάθησαν να τον παρουσιάσουν μέχρι και… Εβραίο. Ο Πλούταρχος γράφει σχετικά: «…διάλεξαν τρεις αρχηγούς, από τους οποίους πρώτος ήταν ο Σπάρτακος, άνδρας που καταγόταν από τη Θράκη, από το Μαιδικό γένος, και δεν είχε μόνο υψηλό φρόνημα και δύναμη, αλλά η σύνεση και η ηρεμία του τον έκαναν ανώτερο από την τύχη του και πιο Έλληνα από τη γενιά του (και του γένους ελληνικώτερος)» («Βίοι Παράλληλοι», Κράσσος, 8. 3-4, εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1993.
[19] Σοφοκλής, «Αίας», στίχοι 486-490:
«ουκ έστιν ουδέν μείζον ανθρώποις κακόν.
εγώ δ’ ελευθέρου μεν εξέφυν πατρός,
είπερ τινός σθένοντος εν πλούτω Φρυγών×
νυν δ’ ειμί δούλη».
[20] Παύλος, «Προς Εφεσίους», στ΄ 5.
[21] Παύλος, «Προς Εφεσίους», στ΄ 6-8.
[22] Παύλος, «Προς Τιμόθεον Α΄», στ΄ 1-2.
[23] G. E. M. DE STE. CROIX, «Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη», σελίδα xvi, εκδόσεις «Μ.Ι.Ε.Τ.», Αθήνα 2005.
Ο καλύτερος και ασφαλέστερος τρόπος να δούμε γιατί συνέφερε τη Ρώμη ο Χριστιανισμός να γίνει η επίσημη θρησκεία της (όπως τον καθιέρωσε ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος το 380 μ.Χ.) και όχι μία άλλη εξ ανατολών «θεόθεν» αποκαλυπτόμενη θρησκεία, είναι να πάμε στα ίδια τα επίσημα κείμενα αυτής της θρησκείας και να δούμε αν τα διδάγματά της εναντιώνονταν ή εναρμονίζονταν με τα αυτοκρατορικά ήθη. Γι’ αυτό πρώτα θα αναφέρουμε τι ήθελε να επιβάλλει η Ρώμη, στα πλαίσια της Pax Romana και μετά θα ακολουθεί η αντίστοιχη χριστιανική θέση.
Η Ρώμη ήθελε μία θρησκεία υπερεθνική, μέσω της οποίας θα αμβλύνονταν οι εθνικές αντιθέσεις και διαφορετικότητες με απώτερο στόχο τα παλαιότερα έθνη κάποια στιγμή να εξαφανιστούν και στη θέση τους να απομείνει μόνο ένα, που θα προέκυπτε από τη διάλυση και συνένωση των παλιών, το νέο ρωμαϊκό γένος. Συνδετικός κρίκος αυτού του νέου αυτοκρατορικού γένους θα ήταν η κοινή ρωμαϊκή θρησκεία, μέσω της οποίας θα επιβάλλονταν και η κοινή ρωμαϊκή συνείδηση. Ο Χριστιανισμός με τη σειρά του πρεσβεύει:
«ου γαρ επαισχύνομαι το ευαγγέλιον του Χριστού. δύναμις γαρ Θεού εστιν εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι, Ιουδαίω τε πρώτον και Έλληνι»[1].
[Ο Παύλος εξηγεί ότι όσοι πιστέψουν θα σωθούν, κατά πρώτο λόγο οι Ιουδαίοι αλλά και οι Έλληνες. Ξεκαθαρίζει δηλαδή πως η θρησκεία που κηρύττει είναι υπερεθνική, γι’ αυτό αναφέρεται σε Έλληνες και Ιουδαίους, έθνη που ενώ ήταν τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, τώρα μπορούσαν να συνυπάρξουν από κοινού ασπαζόμενα τις ίδιες δοξασίες].
«ή Ιουδαίων ο Θεός μόνον; ουχί δε και εθνών; ναι και εθνών»[2].
[Ο Παύλος κηρύττει ότι ο Θεός του είναι κοινός για όλα τα έθνη].
«ου γαρ εστι διαστολή Ιουδαίου τε και Έλληνος. ο γαρ αυτός Κύριος πάντων, πλουτών εις πάντας τους επικαλουμένους αυτόν. πας γαρ ος αν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου σωθήσεται»[3].
[ Δεν υπάρχει καμιά διάκριση μεταξύ Ιουδαίου και Έλληνα, διότι ο Κύριος είναι θεός όλων. Όσοι τον επικαλούνται σώζονται].
Η Ρώμη ήθελε τη δημιουργία ενός νέου ρωμαϊκού γένους, μέσα από την εξάλειψη και εν συνεχεία ένωση των παλιών εθνών. Ο Χριστιανισμός κήρυττε τη δημιουργία ενός νέου λαού, του υπερεθνικού «λαού του Θεού», ο οποίος θα δημιουργούνταν από τους πιστούς του εξ όλων των εθνών, και οι οποίοι πλέον δεν θα αναγνωρίζονταν με τις παλαιότερες εθνικές τους ταυτότητες, αλλά μόνο ως χριστιανοί:
«όπου ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός»[4].
[Αποδίδει ο Π. Ν. Τρεμπέλας: «Εις αυτόν δε τον νέον άνθρωπον δεν υπάρχει διάκρισις Έλληνος και Ιουδαίου, περιτμημένου Ισραηλίτου και απεριτμήτου εθνικού, βαρβάρου και Σκύθου, δούλου και ελεύθερου, αλλά και εθνικότης και καταγωγή και αξίωμα και τα πάντα, καθώς και εις πάντας τους πιστούς είναι ο Χριστός». Ιδού λοιπόν η κατάργηση των εθνών και η δημιουργία ενός νέου λαού στη θέση τους. Το ίδιο ακριβώς αναζητούσε και η Ρώμη, να βάλει όλα τα υπόδουλα έθνη στο ρωμαϊκό χωνευτήρι, να τους κάνει να ξεχάσουν ποιοι είναι, και πείθοντάς τους πως όλοι είναι Ρωμαίοι και να διαιωνίσει με ασφάλεια την εξουσία της δίχως τον κίνδυνο των εθνικών και απελευθερωτικών επαναστάσεων! Μήπως τα ίδια δεν θέλει να επιβάλλει και σήμερα η λεγόμενη ως «παγκοσμιοποίηση» που προωθούν οι Η.Π.Α. και τα κέντρα εξουσίας που εδρεύουν στο έδαφός της;]
Η Ρώμη ήταν εχθρική με τους φιλοσόφους, διότι με τις διδασκαλίες τους αφύπνιζαν το ρωμαϊκό «πόπολο» και διέδιδαν ιδέες επικίνδυνες για τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας. Ο Χριστιανισμός με τη σειρά του απαξιώνει τους φιλοσόφους:
«φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν»[5].
[ Ο Παύλος θεωρεί τους σοφούς αποβλακωμένους!].
«γέγραπται γαρ. απολώ την σοφίαν των σοφών, και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω»[6].
[Γιατί είναι γραμμένο: θα απολέσω τη σοφία των σοφών, και θα αθετήσω τη σύνεση των συνετών. Και καλά, απορούμε τώρα, με τους σοφούς υπήρχε «κόντρα» διότι έλεγχαν τόσο τη ρωμαϊκή εξουσία όσο και τα χριστιανικά κηρύγματα. Οι συνετοί άνθρωποι όμως τι τους έφταιγαν; Μήπως γιατί ως συνετοί θεωρούνται οι σκεπτόμενοι (και όχι οι συνεσταλμένοι), οπότε πράγματι τώρα υπάρχει εξήγηση. Φιλόσοφοι και σκεπτόμενοι άνθρωποι απολύονται δηλαδή διώκονται! Γιατί πως αλλιώς θα επιβληθεί η θεοκρατία;].
«αλλά τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη»[7].
[ Αλλά τους ηλίθιους αυτού του κόσμου εξέλεξε ο Θεός για να ντροπιάσει τους σοφούς! Κατά πρώτη, ο θεόπνευστος Παύλος παραδέχεται ότι οι «εκλεκτοί» του θεού του είναι «μωροί», δηλαδή ανόητοι και ηλίθιοι, αλλά αυτή η «υπέροχη» σύναξη ανόητων θα ντροπιάσει τους σοφούς. Πως; Θα το δούμε παρακάτω!].
Η Ρώμη ήθελε να επιβάλλει την ειρήνη, όχι όμως την ειρήνη που όλοι επιθυμούμε με το να πάψουν οι επεκτατικοί πόλεμοι και οι υποδουλώσεις μέχρι πρότινος ελεύθερων ανθρώπων, αλλά την εσωτερική ειρήνη την τόσο απαραίτητη για τη σταθερότητα της εξουσίας της και τη διαιώνιση της κυριαρχίας της. Η Pax Romana δηλαδή η ειρήνευση (υποδούλωση) των υπηκόων της ήταν το πρώτο μέλημα των κρατούντων τα αυτοκρατορικά ηνία. Ως ειρήνη εννοούνταν από τους Ρωμαίους οι υπόδουλοι λαοί να μην εξεγείρονται για να διεκδικήσουν την εθνική ελευθερία τους, οι δούλοι να μη σηκώνουν κεφάλι στους ιδιοκτήτες τους, οι φτωχοί να μην διεκδικούν μερίδα από τον πλούτο της ολιγαρχίας. Έτσι εννοούν από τότε μέχρι και σήμερα οι ιμπεριαλιστές την ειρήνη. Ο Χριστιανισμός από την πλευρά του, την ίδια ειρήνη κήρυττε, δηλαδή ειρήνευση μεταξύ των υπηκόων της αυτοκρατορίας:
«ει δυνατόν, το εξ υμών μετά πάντων ανθρώπων ειρηνεύοντες. Μη εαυτούς εκδικούντες, αγαπητοί, αλλά δότε τόπον τη οργή× γέγραπται γαρ. εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος»[8].
[Προσπαθείτε να έχετε ειρηνικές σχέσεις με όλους τους ανθρώπους, αν είναι δυνατόν. Μη ζητάτε αγαπητοί εκδίκηση υπερασπιζόμενοι τον εαυτό σας, αλλά δώστε τόπο στην οργή. Γιατί είναι γραμμένο. Εγώ είμαι η εκδίκηση, εγώ θα ανταποδώσω λέει ο Κύριος. Με λίγα λόγια, να είστε καλοί και υπάκουοι, να μην σηκώνετε κεφάλι και αν σας αδικήσει κανείς (ό,τι και αν σας κάνει) εσείς να μην ανταποδώσετε. Σας βίασαν τη γυναίκα ή την κόρη; Σας έκλεψαν τη γη και την περιουσία; Σας εκμεταλλεύεται ή σας προσβάλει ο εργοδότης σας; Σας καταπιέζει το κράτος; Σας κλέβει η εφορία; Εσείς να μείνετε σε νιρβάνα, ατάραχοι! Θα εκδικηθεί ο Θεός για εσάς. Τι «ωραία» κηρύγματα δουλοπρέπειας…].
«ου γαρ εστιν η βασιλεία του Θεού βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν Πνεύματι Αγίω. ου γαρ εν τούτοις δουλεύων τω Χριστώ ευάρεστος τω Θεώ και δόκιμος τοις ανθρώποις. άρα ουν τα της ειρήνης διώκωμεν και τα της οικοδομής της εις αλλήλους»[9].
[Ας επιδιώκουμε κάθε τι που συντελεί στην ειρήνη, το μήνυμα του Παύλου, και αυτή η ειρήνη του Θεού πόσο ταυτίζεται με τη Ρωμαϊκή Ειρήνη!].
Η Ρώμη επιθυμούσε την επιβολή θεοκρατίας, ώστε όλοι να πειθαρχούν δίχως αντιρρήσεις στην «ελέω θεού», άρα θεϊκή, εξουσία της, και ως εκ τούτου όποιος πήγαινε κόντρα στους κρατούντες στην ουσία ήταν σαν να εναντιωνόταν στον ίδιο τον θεό. Έτσι, η όποια επανάσταση δεν στρεφόταν κατά του αυτοκράτορα, αλλά κατά του ίδιου του θεού, εφόσον ο αυτοκράτωρ κυβερνούσε αντί (και με άδεια) Εκείνου. Ο Χριστιανισμός όχι μόνο θα συμμορφωθεί με αυτό το σχήμα, αλλά θα θεωρήσει «ελέω θεού» ακόμα και τους «ειδωλολάτρες» αυτοκράτορες! Τώρα, πώς ήταν δυνατόν, αυτοί οι «πλανεμένοι», «άθεοι» και λάτρεις «ψεύτικων θεών», να κυβερνούν με την άδεια και προστασία του αληθινού Θεού, του οποίου –σημειωτέων- την ύπαρξη αγνοούσαν ή χλεύαζαν, είναι εύκολο να το απαντήσει κανείς. Ο Χριστιανισμός ουδέποτε υπήρξε επαναστατική θρησκεία ή ιδεολογία, αυτές είναι ανοησίες κάποιων «κρυπτοχριστιανών» Μαρξιστών συγγραφέων, οι οποίοι επειδή μετεωρίζονταν μεταξύ πίστης και πολιτικής ιδεολογίας, εντυπωσιάστηκαν από τα ξεσπάσματα του Ναζωραίου κατά των ισχυρών και τα ερμήνευσαν ως «επαναστατικά». Στην πραγματικότητα, οι χριστιανοί, ήταν η πιο πειθήνια και υπάκουη κοινωνική ομάδα της αυτοκρατορίας, πρότυπο «προβατοποιημένων» ανθρώπων. Για διαβάστε τι συμβουλεύει ο απόστολος Παύλος τους πιστούς, για να καταλάβετε:
«Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. ου γαρ έστιν εξουσία ει μη υπό Θεού× αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν»[10].
[Κάθε ανθρώπινη ψυχή να υποτάσσεται στις εξουσίες που υπερέχουν. Γιατί δεν υπάρχει εξουσία που να μην προέρχεται από τον Θεό. οι δε εξουσίες υπό του Θεού ταγμένες είναι].
«ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν. οι δε ανθεστηκότες εαυτοίς κρίμα λήψονται»[11].
[Απόδοση Π. Ν. Τρεμπέλα: «Ώστε εκείνος που απειθεί εις την εξουσίαν, εναντιώνεται εις την διαταγήν του Θεού. Όσοι δε εναντιώνονται, θα λάβουν εις τον εαυτό τους την πρέπουσα τιμωρίαν». Τι σας λέγαμε λίγες αράδες παραπάνω, ότι δηλαδή όσοι αντιτάσσονται στους κρατούντες είναι σαν να εναντιώνονται στον ίδιο τον θεό. Ιδού λοιπόν ο Ρωμαίος πολίτης Παύλος, ο μέγας απόστολος των εθνών, σε ρόλο θεμελιωτή της ρωμαϊκής θεοκρατίας. Για ποιο επαναστατικό Χριστιανισμό, λοιπόν, μιλάμε; Η θρησκεία αυτή φτιάχτηκε εξαρχής για να υπηρετεί τους τυράννους και τους μονάρχες. Είναι μία θρησκεία εχθρός της δημοκρατίας, είναι μία συνομωσία κατά των ελεύθερων ανθρώπων].
«οι γαρ άρχοντες ουκ εισί φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών. θέλεις δε μη φοβείσθαι την εξουσίαν; το αγαθόν ποίει, και έξεις έπαινον εξ αυτής»[12].
[Διότι οι άρχοντες δεν εμπνέουν φόβο για τα καλά έργα, αλλά για τα κακά. Θέλεις δε να μη φοβάσαι την εξουσία; Πράττε το αγαθό και θα έχεις έπαινο από αυτή (την εξουσία δηλαδή). Και επειδή, λέμε τώρα εμείς, η εξουσία είναι αυτή που ορίζει τι είναι «καλό» και τι είναι «κακό», κατά περίπτωση, ο Παύλος μας συμβουλεύει στην ουσία να πράττουμε ό,τι μας ζητεί η εξουσία, και έτσι φυσικά όχι μόνο δεν έχουμε λόγο να τη φοβόμαστε, αλλά μπορούμε να ελπίζουμε και στους επαίνους της. Τα πειθήνια πρόβατα που λέγαμε…].
«διο ανάγκη υποτάσσεσθαι ου μόνον δια την οργήν, αλλά και δια την συνείδησιν. δια τούτο γαρ και φόρους τελείτε. λειτουργοί γαρ Θεού εισιν εις αυτό τούτο προσκαρτερούντες. αποδότε ουν πάσι τας οφειλάς, τω τον φόρον τον φόρον, τω το τέλος το τέλος, τω τον φόβον τον φόβον, τω την τιμήν την τιμήν»[13].
[Και επειδή κανένα κράτος δεν μπορεί να επιβιώσει δίχως φόρους, η «σωτηρία της ψυχής» περνά και μέσα από την τακτική, ακριβή και αδιαμαρτύρητη καταβολή τους. Κοινώς οι… φοροφυγάδες θα πάνε στην κόλαση. Και καλά αυτοί. Οι άλλοι που αντιστέκονται στους βαρύτατους φόρους που επιβάλλει μια άδικη εξουσία; Από τον… θεόπνευστο απόστολο δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη, παρά μόνο μία: Πληρώνετε και φόρους προς συντήρηση των αρχόντων, διότι είναι υπηρέτες του Θεού. Αποδώστε λοιπόν σε όλους που κατέχουν εξουσία, ό,τι τους οφείλετε. Σε αυτόν που εισπράττει φόρους, τον φόρο, στον τελώνη τους τελωνιακούς δεσμούς, σε αυτούς που πρέπει να φοβάστε αποδώστε τον φόβο και σε αυτούς που τιμάτε αποδώστε τις τιμές. Στη μοναρχική σκέψη του Παύλου δεν υπάρχει καν το ενδεχόμενο οι φόροι να προορίζονται για κοινωφελή έργα (όπως συνέβαινε στις δημοκρατίες), αλλά οι φόροι προορίζονται μόνο για συντήρηση (πλουσιοπάροχη ζωή) των αρχόντων εις βάρος των κορόιδων! Αλλά αφού οι άρχοντες, ακόμα και οι «ειδωλολάτρες» είναι διορισμένοι από τον Θεό του Παύλου, πρέπει όλοι να τους εξασφαλίζουμε μία άνετη ζωή. Δηλαδή, εμείς να δουλεύουμε και αυτοί να μας… δουλεύουν και να γλεντοκοπούν στην υγειά των κορόιδων! Τόσες πολλές μισάνθρωπες και αντιλαϊκές διακηρύξεις δεν υπάρχουν συγκεντρωμένες μαζί σε άλλο ανθρώπινο κείμενο, τόσο απροκάλυπτα και ξεδιάντροπα διατυπωμένες. Μα, τι λέμε τώρα… Το κείμενο του Παύλου δεν είναι ανθρώπινο! Όχι αγαπητοί μας αναγνώστες. Τέτοιες… σοφίες δεν είναι από νου ανθρώπου διατυπωμένες. είναι θεόπνευστες(!). Αυτό τουλάχιστον ισχυριζόταν ο Παύλος: «αλλά λαλούμεν σοφίαν Θεού εν μυστηρίω, την εποκεκρυμμένην, ην προώρισεν ο Θεός προ των αιώνων εις δόξαν ημών»[14]. Και ύστερα κάποιοι κραυγάζουν για την «άγια πίστη» τους, πως δήθεν δεν έχει καμία σχέση με τις απάτες, τα σκάνδαλα, το χρήμα, την καταπίεση, την εξουσία. Ας απαντήσουν τότε για τα παραπάνω εδάφια της «Καινής Διαθήκης», ας προσπαθήσουν να δικαιολογηθούν, ας επιχειρήσουν να μας πείσουν ότι κάτι άλλο ήθελε να πει ο Παύλος, να «φωτιστούμε» και εμείς οι άπιστοι δημοκρατικοί πολίτες, «άπιστοι» γιατί άραγε αρνούμαστε να υποταχθούμε στους τυράννους που ο Παύλος καθαγιάζει «ελέω θεού»; Όποιος ισχυρίζεται πως η χριστιανική πίστη δεν έχει καμία σχέση με τη διαφθορά του χριστιανικού ιερατείου, τότε ή αγνοεί τα χριστιανικά κείμενα, ή συσκοτίζει την κοινή γνώμη. Πάντως ειλικρινής άνθρωπος δεν είναι].
Ο απολογητής Ιουστίνος, ο επικαλούμενος και ως «μάρτυς», στην «Απολογία Α΄» που συνέγραψε με αποδέκτη τον αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή (138-161), σπεύδει να διαβεβαιώσει τόσο τον ίδιο, όσο και τους θετούς υιούς του, τη Σύγκλητο και τον δήμο της Ρώμης για τη νομιμοφροσύνη και υποταγή των χριστιανών στην αυτοκρατορική εξουσία:
«Προσπαθούμε δε να φέρνουμε τους φόρους και τις συνεισφορές στους παντού διορισμένους από εσάς υπαλλήλους προθυμότερα από όλους, όπως διδαχθήκαμε από αυτόν (εννοεί τον Ιησού). Πράγματι κατά τον καιρό εκείνο προσήλθαν μερικοί και τον ρώτησαν, εάν πρέπει να καταβάλουν φόρους στον Καίσαρα. Και αποκρίθηκε· πείτε μου, τίνος εικόνα έχει το νόμισμα; Εκείνοι δε είπαν· του Καίσαρα. Και πάλι τους αποκρίθηκε· ˝αποδώσατε τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα και τα του Θεού εις τον Θεόν˝. Εξ ου και προσκυνούμε μόνο τον Θεό, κατά τ’ άλλα δε ευχαρίστως προσφέρουμε σε εσάς τις υπηρεσίες μας αναγνωρίζοντας εσάς ως εξουσιαστές και άρχοντες των ανθρώπων και με την ευχή να αποδειχθεί ότι μαζί με τη βασιλική δύναμη διαθέτετε και σώφρονα σκέψη»[15].
Την ίδια θεοκρατική, μονοθεϊστική και μοναρχική πολιτική αντίληψη, την ανατολική δεσποτεία δηλαδή, τη συναντούμε έναν αιώνα μετά τον Παύλο και στο κείμενο του απολογητή Αθηναγόρα (180 μ.Χ.), του Αθηναίου φιλοσόφου χριστιανού, με τίτλο «Πρεσβεία περί Χριστιανών». Πρόκειται για μία επιστολή με αποδέκτες τον στωικό αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο και τον γιο του Κόμοδο. Εκεί ο Αθηναγόρας, φροντίζει να διαβεβαιώσει τους δύο Αυγούστους, ότι σύμφωνα με τις χριστιανικές αντιλήψεις, «πραγματικά όπως έχουν όλα υποταχθεί σε εσάς, στον πατέρα και στο γιο, παίρνοντας τη βασιλεία από το Θεό, "γιατί η ψυχή του βασιλιά βρίσκεται στα χέρια του Θεού"[16], όπως λέει το προφητικό Πνεύμα, με τον ίδιο τρόπο όλα έχουν υποταχθεί στον ένα Θεό και στο Λόγο που βρίσκεται κοντά Του, τον Υιό που νοείται αχώριστος από αυτόν»[17]. Πραγματικά είναι απορίας άξιον, που στην αλήθεια κάποιοι μαρξιστές ιστορικοί διέκριναν επαναστατικότητα στον πρώιμο Χριστιανισμό. Ένα θρησκευτικό και πολιτικό σύστημα που από την πρώτη του στιγμή προπαγάνδιζε τη θεοκρατία και τη μοναρχία!
Η Ρώμη ήθελε τους δούλους υπάκουους στους κυρίους τους, εφόσον ήταν μία δουλοκτητική κοινωνία της οποίας η γεωργική παραγωγή, και εν γένει η οικονομία, στηριζόταν αποκλειστικά στην εργασία των σκλάβων. Στη ρωμαϊκή επικράτεια δεν υπήρχαν παρά ελάχιστοι ελεύθεροι μικροκαλλιεργητές. Η γη ανήκε στο μεγαλύτερο ποσοστό στους Ρωμαίους φεουδάρχες. Τα τεράστια κτήματά τους ονομάζονταν «λατιφούντια» και σε καθένα από αυτά εργάζονταν πολλές χιλιάδες δούλων. Οι παλαιότερες εξεγέρσεις δούλων, της Σικελίας το 137 π.Χ. με ηγέτες τους Έλληνες Εύνο και Κλέωνα, της Περγάμου το 130 π.Χ. με επικεφαλής τον Αριστόνικο, όπως και εκείνη που είχε επικεφαλής τον Έλληνα μονομάχο Σπάρτακο[18] το 72 π.Χ., που απείλησε ακόμα και την ίδια την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, είχαν κάνει τους Ρωμαίους δουλοκτήτες ιδιαίτερα προσεκτικούς και καταπιεστικούς. Η δε Ρώμη ζούσε πάντα με τον φόβο μίας νέας εξέγερσης. Ωστόσο, μόνο ο Παύλος συνέλαβε την «θεόπνευστη» ιδέα να ανακηρύξει και τους δουλοκτήτες «ελέω Θεού», σαν να ήταν η δουλεία θεϊκό θέλημα και οι ιδιοκτήτες σκλάβων θεάρεστοι για αυτή τους τη θέση. Για πρώτη φορά η δουλεία καθαγιαζόταν και θεωρούνταν θεία συνθήκη, χάρη στον Παύλο και αυτό βρισκόταν σε κάθετη αντίθεση με την Ελληνική Παιδεία, η οποία δίδασκε μέσω του θεάτρου, ότι: «Από τη δουλεία κακό μεγαλύτερο για τους ανθρώπους δεν υπάρχει»[19]. Αλλά εξαιτίας αυτών των διδαγμάτων το ελληνικό θέατρο θεωρούνταν επικίνδυνο για τη Ρώμη. Ο Παύλος, λοιπόν, φρόντισε να περιφρουρήσει τα «θεόθεν» δικαιώματα των δουλοκτητών με τις παρακάτω ευαγγελικές ρήσεις:
«Οι δούλοι υπακούετε τοις κυρίοις κατά σάρκα μετά φόβου και τρόμου εν απλότητι της καρδίας υμών ως τω Χριστώ»[20].
[Οι δούλοι να υπακούετε στους κατά σάρκα κυρίους με φόβο και τρόμο, με ευθύτητα και ειλικρίνεια της καρδιάς σας, σαν να υπακούετε στο Χριστό. Δηλαδή, οι ιδιοκτήτες σκλάβων (ακόμα και οι «ειδωλολάτρες») που εκείνη την εποχή ήταν οι πλούσιοι Ρωμαίοι φεουδάρχες, στα μάτια των σκλάβων τους έπρεπε να μοιάζουν όπως ο Χριστός, όπως ο ίδιος ο Θεός του Παύλου δηλαδή!].
Και στη συνέχεια ακολουθούν τα πλέον μισάνθρωπα και εθελόδουλα κηρύγματα που γράφτηκαν ποτέ, από το χέρι ενός εβραϊκής καταγωγής Ρωμαίου πολίτη που ήθελε να εμφανίζεται ως «θεόπνευστος». Αν είναι δυνατόν ποτέ, ο πανάγαθος και δίκαιος Θεός (κατά τους πλατωνικούς) να ευλογεί τη δουλεία. Και όμως, ο θεός του Παύλου, απ’ ό,τι φαίνεται, την ευλογούσε και την καθαγίαζε:
«μη κατ’ οφθαλμοδουλίαν ως ανθρωπάρεσκοι, αλλ’ ως δούλοι του Χριστού, ποιούντες το θέλημα του Θεού εκ ψυχής, μετ’ ευνοίας δουλεύοντες ως τω Κυρίω και ουκ ανθρώποις, ειδότες ότι δ’ εάν τι έκαστος ποιήση αγαθόν, τούτο κομιείται παρά του Κυρίου, είτε δούλος είτε ελεύθερος»[21].
[Αποδίδει ο Π. Ν. Τρεμπέλας: «Όχι με δουλείαν πλαστήν, που γίνεται μόνο για τα μάτια εφ’ όσον σας βλέπουν οι κύριοι, όπως κάνουν αυτοί, που ζητούν να αρέσουν στους ανθρώπους, αλλ’ ως δούλοι του Χριστού εκτελούντες το θέλημα του Θεού από μέσα από την ψυχήν σας, με ειλικρίνειαν και προθυμίαν, με ενδιαφέρον και καλήν διάθεσιν, σαν να δουλεύετε εις τον Κύριον και όχι εις ανθρώπους. Να ξεύρετε δε, ότι οποιονδήποτε καλόν κάμη κάθε άνθρωπος, τούτο και θα πάρη πάλιν από τον Κύριον, ο οποίος θα τον ανταμείψη δι’ αυτό είτε δούλος είναι είτε ελεύθερος». Απίστευτα πράγματα! Για τον Παύλο φαίνεται να μην είναι αρκετό που κάποιοι δυστυχισμένοι άνθρωποι υποδουλώθηκαν, είτε εξαιτίας του πολέμου είτε άλλης ατυχίας και από κύριοι του εαυτού τους κατάντησαν ανδράποδα, αλλά απαιτεί κιόλας από τους δούλους να είναι σκλάβοι κατά συνείδηση και όχι απλά να υποκρίνονται τους υπάκουους. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να τους ζητά να εκτελούν τις εντολές των δουλοκτητών σαν να ήταν θέλημα του ίδιου του Θεού! Και εμείς οι δημοκρατικοί πολίτες τι στάση άραγε πρέπει να κρατήσουμε απέναντι σε αυτά τα κηρύγματα; Να τα αποδεχτούμε ως «θεόπνευστα» και να τα προσπεράσουμε; Να προσπαθήσουμε να βρούμε αλληγορική σημασία που δεν υπάρχει μόνο και μόνο για να δικαιολογήσουμε τον μεγαλύτερο υπερασπιστή της δουλείας, τον Παύλο; Ή μήπως πρέπει να συνταχτούμε με τον εθνικό μας ποιητή Κάλβο, που έγραψε: «θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία»! Διότι αν η ελευθερία θέλει τόλμη και αρετή, αυτές οι δύο ιδιότητες δεν υπάρχουν στον Χριστιανισμό, παρά «φόβος και τρόμος»! Εμείς λοιπόν θα κρατήσουμε την τόλμη και την αρετή, όπως αρμόζει σε απογόνους Ελλήνων και τέκνα ελεύθερων ανθρώπων, και θα χαρίσουμε τη συνειδητοποιημένη δουλεία στους οπαδούς του Παύλου! Γιατί όσοι πείθονται από τον Παύλο είναι άξιοι της όποιας μοίρας τους!].
Ωστόσο η διαστροφή κορυφώνεται στην πρώτη επιστολή του Παύλου προς τον Τιμόθεο. Εκεί ο κήρυκας υπέρ της δουλοκτησίας αναφέρει:
«Όσοι εισίν υπό ζυγόν δούλοι, τους ιδίους δεσπότας πάσης τιμής αξίους ηγείσθωσαν, ίνα μη το όνομα του Θεού και η διδασκαλία βλασφημείται. οι δε πιστούς έχοντες δεσπότας μη καταφρονείτωσαν, ότι αδελφοί εισιν, αλλά μάλλον δουλευέτωσαν, ότι πιστοί εισι και αγαπητοί οι της ευεργεσίας αντιλαμβανόμενοι»[22].
[Αποδίδει ο Π. Ν. Τρεμπέλας: «Όσοι είναι δούλοι κάτω από την πιεστικήν δουλείαν απίστων κυρίων, ας θεωρούν τους δεσπότας των αξίους κάθε τιμής, δια να μη δίδουν με την δυστροπίαν των αφορμήν να συκοφαντήται και περιϋβρίζεται το όνομα του Θεού και η διδασκαλία του ευαγγελίου. Εκείνοι δε, που έχουν δεσπότας πιστούς Χριστιανούς, ας μη τους καταφρονούν, λαμβάνοντες θάρρος από το ότι είναι εν Χριστώ αδελφοί. Αλλά ας δουλεύουν περισσότερον, διότι αυτοί, που απολαμβάνουν την καλήν δουλειάν της προθύμου υπηρεσίας των, είναι και αυτοί πιστοί και αγαπητοί». Αλήθεια που υπήρξε επαναστατικός ο Χριστιανισμός; Εδώ οι χριστιανοί δούλοι που έχουν «ειδωλολάτρες» δεσπότες συμβουλεύονται να είναι υπάκουοι για να μην τεθεί σε κίνδυνο η χριστιανική οργάνωση θεωρούμενη ως αντικαθεστωτική, οι άλλοι δε που έχουν χριστιανούς δεσπότες (δουλοκτήτες) παροτρύνονται να τους δουλεύουν ακόμα περισσότερο! Στην οργάνωση του Παύλου ήταν συμφέρον του δούλου να έχει «ειδωλολάτρη» κύριο, διότι έτσι ο απόστολος απαιτούσε κανονική εργασία από τον σκλάβο, και τον δουλοκτήτη τον συνέφερε να γίνει χριστιανός διότι τότε οι χριστιανοί δούλοι του θα του δούλευαν περισσότερο ύστερα από την παραπάνω προτροπή του Παύλου. Και ρωτάμε; Ποιους συνέφερε ο Χριστιανισμός; Τους δούλους ή τους δεσπότες τους; Ποιων τα συμφέροντα υπερασπιζόταν; Των δούλων ή των δεσποτών; Και γιατί ακόμα και σήμερα οι μητροπολίτες ονομάζονταν δεσπότες; Θέλουν μήπως να μας υπενθυμίζουν τι είμαστε εμείς για εκείνους; Θα απαντήσουμε πάνω σε αυτό: Είμαστε πρόβατα και δούλοι! Έτσι δεν μας ονομάζουν; Έτσι δεν μας αποκαλούν στη βάφτιση, στο γάμο, στην κηδεία; Και εμείς γιατί το ανεχόμαστε; Αλληγορικά μας βρίζουν, αλληγορικά μας προσβάλλουν; Αλληγορικά διαφθείρουν με αυτόν τον τρόπο την αξιοπρέπειά μας; Όλα είναι μία αλληγορία;]. Ο Δημήτρης Ι. Κυρτάτας στον πρόλογο που έγραψε στο βιβλίο του Τζέφρυ ντε Σαιντ Κρουά, «Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη»[23], σημειώνει:
«Σύντομα όμως δεν ήταν λίγοι οι δάσκαλοι του χριστιανισμού που αποδέχτηκαν πολλές από τις κυρίαρχες ιδεολογίες του ελληνορωμαϊκού κόσμου· και αυτές δεν ήταν άλλες από τις ιδεολογίες των κυρίαρχων τάξεων. Τούτο είναι ιδιαιτέρως εμφανές στον τρόπο με τον οποίο προπαγάνδισαν την υποταγή στις κοσμικές εξουσίες. Στο ζήτημα πάλι της δουλείας, οι χριστιανοί δεν έδειξαν καμία κοινωνική ευαισθησία και δεν προέβαλαν κανένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα».
Δείξαμε λοιπόν και με το παραπάνω αν συνέφερε τη Ρώμη ο Χριστιανισμός. Πολλοί μάλιστα ερευνητές και ιστορικοί έχουν υποστηρίξει την άποψη ότι ο Χριστιανισμός του Παύλου ήταν εξαρχής δημιούργημα της ρωμαϊκής άρχουσας τάξης, και σε αυτόν πάνω τον ισχυρισμό υπάρχουν σημαντικά στοιχεία, δύσκολο να τα αγνοήσει κανείς. Εμείς θα προτείνουμε σχετικά το βιβλίο του Νίκου Βεργίδη «Νέρων και Χριστός – η αληθινή καταγωγή του Χριστιανισμού» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Arcadia». Αλλά και άλλα στοιχεία να μην είχαμε, πιστεύουμε ότι η αντιπαραβολή των ρωμαϊκών συμφερόντων και επιδιώξεων με τα κηρύγματα του Παύλου είναι αρκετά πειστική για την ταύτιση. Από εδώ και πέρα ήταν απλά ζήτημα χρόνου πότε ο Χριστιανισμός θα γινόταν επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας.
[1] Παύλος, «Προς Ρωμαίους», α΄ 16.
[2] Παύλος, «Προς Ρωμαίους», γ΄ 29.
[3] Παύλος, «Προς Ρωμαίους», ι΄ 12-13.
[4] Παύλος, «Προς Κολασσαείς», γ΄ 11.
[5] Παύλος, «Προς Ρωμαίους», α΄ 22.
[6] Παύλος, «Α΄ Προς Κορινθίους», α΄ 19.
[7] Παύλος, «Α΄ Προς Κορινθίους», α΄ 27.
[8] Παύλος, «Προς Ρωμαίους», ιβ΄ 18-19.
[9] Παύλος, «Προς Ρωμαίους», ιδ΄ 17-19.
[10] Παύλος, «Προς Ρωμαίους», ιγ΄ 1.
[11] Παύλος, «Προς Ρωμαίους», ιγ΄ 2.
[12] Παύλος, «Προς Ρωμαίους», ιγ΄ 3.
[13] Παύλος, «Προς Ρωμαίους», ιγ΄ 5-7.
[14] Παύλος, «Α΄ Προς Κορινθίους», β΄ 7.
[15] Ιουστίνος ο Μάρτυς, «Απολογία Α΄», 17, 1-3, πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1985.
[16] «Παροιμίες», κεφ. 21, στιχ. 1.
[17] Αθηναγόρας, «Πρεσβεία περί Χριστιανών», 18, «Λόγοι χριστιανών κατά εθνικών», σελίδα 355, εκδόσεις «Ζήτρος», Θεσσαλονίκη 2004.
[18] Η ελληνική καταγωγή του Σπάρτακου είναι αναμφισβήτητη, αν και κάποιοι εκ των υστέρων προσπάθησαν να τον παρουσιάσουν μέχρι και… Εβραίο. Ο Πλούταρχος γράφει σχετικά: «…διάλεξαν τρεις αρχηγούς, από τους οποίους πρώτος ήταν ο Σπάρτακος, άνδρας που καταγόταν από τη Θράκη, από το Μαιδικό γένος, και δεν είχε μόνο υψηλό φρόνημα και δύναμη, αλλά η σύνεση και η ηρεμία του τον έκαναν ανώτερο από την τύχη του και πιο Έλληνα από τη γενιά του (και του γένους ελληνικώτερος)» («Βίοι Παράλληλοι», Κράσσος, 8. 3-4, εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1993.
[19] Σοφοκλής, «Αίας», στίχοι 486-490:
«ουκ έστιν ουδέν μείζον ανθρώποις κακόν.
εγώ δ’ ελευθέρου μεν εξέφυν πατρός,
είπερ τινός σθένοντος εν πλούτω Φρυγών×
νυν δ’ ειμί δούλη».
[20] Παύλος, «Προς Εφεσίους», στ΄ 5.
[21] Παύλος, «Προς Εφεσίους», στ΄ 6-8.
[22] Παύλος, «Προς Τιμόθεον Α΄», στ΄ 1-2.
[23] G. E. M. DE STE. CROIX, «Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη», σελίδα xvi, εκδόσεις «Μ.Ι.Ε.Τ.», Αθήνα 2005.
Τρίτη 21 Ιουλίου 2009
Υπατία: Μία Ελληνίδα φιλόσοφος και μαθηματικός δολοφονείται από τους φανατικούς χριστιανούς (415 μ.Χ.)
Από τον ΣΤΕΦΑΝΟ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟ
Ιστορικό γεγονός-σταθμός στους διωγμούς που εξαπέλυσε ο ρωμαιοχριστιανισμός κατά των Ελλήνων, είναι και η δολοφονία της Ελληνίδας μαθηματικού και φιλοσόφου Υπατίας από τους μοναχούς και παραβολάνους[1] του πατριάρχη Κύριλλου της Αλεξάνδρειας το 415 μ.Χ. Ο Μαλάλας σημειώνει, ότι η δολοφονία της Υπατίας έγινε μετά από παρότρυνση του Κυρίλλου: «κατ’ εκείνον δε τον καιρόν παρρησίαν[2] λαβόντες υπό του επισκόπου (Κυρίλλου) οι Αλεξανδρείς έκαυσαν φρυγάνοις αυθεντήσαντες[3] Υπατίαν την περιβόητον φιλόσοφον»[4].
Αν και ως πράξη έγινε για να εκτονωθεί η δεισιδαιμονία του χριστιανικού όχλου της πόλης, σε συνδυασμό με τον προσωπικό φθόνο του Πατριάρχη στο πρόσωπο της Ελληνίδας επιστήμονα, καθώς και για να πάψει η Υπατία να στέκεται εμπόδιο στα παιχνίδια εξουσίας της τότε Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ο φόνος «νομιμοποιήθηκε» διότι τόσο τα μαθηματικά (που δίδασκε η Υπατία) όσο και η αστρονομία είχαν απαγορευτεί δια νόμου ως μαγικές πρακτικές! Ο όρος «Ars Mathematika[5]» σήμαινε ότι η ενασχόληση με τα μαθηματικά, ή την αστρονομία επίσυρε τη θανατική ποινή και η Αλεξανδρινή φιλόσοφος δολοφονήθηκε ως μάγισσα!
Η Υπατία η Αλεξανδρινή γεννήθηκε περίπου στο 360 μ.Χ. Ο πατέρας της, ο Θέων ήταν φιλόσοφος μαθηματικός και αστρονόμος. Χάρη στον Σουίδα ξέρουμε ότι ο Θέων ήταν μέλος του αλεξανδρινού Μουσείου:
«Θέων, ο εκ του Μουσείου, Αιγύπτιος, φιλόσοφος, σύγχρονος δε Πάππω τω φιλοσόφω, και αυτώ Αλεξανδρεί. Ετύγχανον δε αμφότεροι επί Θεοδοσίου βασιλέως του πρεσβυτέρου. Έγραψε μαθηματικά, αριθμητικά, Περί σημείων και σκοπής ορνέων και της κοράκων φωνής, Περί της του κυνός επιτολής, Περί της του Νείλου Αναβάσεως, Εις τον Πτολεμαίου πρόχειρον κανόνα, και Εις τον μικρόν αστρολάβον υπόμνημα»[6].
Και πολλές σελίδες παρακάτω αναφέρει:
«Υπατία. η Θέωνος του γεωμέτρου θυγάτηρ του Αλεξανδρέως φιλοσόφου»[7].
Ο Θεών λοιπόν εκτός από τις βασικές επιστήμες του, μαθηματικά, γεωμετρία, αριθμητική, κατείχε επίσης γνώσεις μαντικής και αστρονομίας. Η Υπατία είχε εργαστεί στην επιστημονική έρευνα στο πλευρό του πατέρα της. Και οι πηγές τη θεωρούν ως μία «μαθηματικό που ξεπέρασε τις ικανότητες του πατέρα της»[8]. Ο Σουίδας αναφέρει για την Υπατία, ότι «την δε φύσιν γενναιοτέρα του πατρός ούσα ουκ αρκέσθη τοις δια των μαθημάτων παιδεύμασιν υπό τω πατρί, αλλά και φιλοσοφίας ήψατο της άλλης ουκ αγενώς, περιβαλλομένη δε τρίβωνα η γυνή και δια μέσου του άστεος ποιουμένη τας προόδους εξηγείτο δημοσία»[9]. Με τη σειρά του ο Δαμάσκιος, συνοψίζοντας τις γνώμες των προκατόχων του, παρατηρεί ότι «ήταν εκ φύσεως περισσότερο προικισμένη και ικανή από τον πατέρα της».
Ωστόσο, η Υπατία δεν περιορίστηκε μόνο στην επιστημονική έρευνα των μαθηματικών, αλλά στράφηκε εν γένει στη φιλοσοφία, φυσική και ηθική. Ο πατέρας της, αντιθέτως, είχε άλλες προτεραιότητες: «Ο Θέων δεν αγαπούσε τη θεωρητική φιλοσοφία, είχε όμως αρκετά εξωεπιστημονικά ενδιαφέροντα. Όπως η Υπατία, λάτρευε τον "ελληνισμό", αν και η αγάπη του για τα ελληνικά θέματα ήταν, πάνω από όλα, κυρίως θρησκευτική. Προικισμένος με λογοτεχνικές ικανότητες, εξέφραζε την αφοσίωσή του με ποιητική μορφή. Ο Μαλάλας παρατηρεί: "Ο πολυμαθέστερος λόγιος και φιλόσοφος δίδαξε και ερμήνευσε αστρονομικές μελέτες και έγραψε σχόλια για τα βιβλία του Τρισμέγιστου Ερμή και του Ορφέα"»[10].
Η Υπατία συνέχισε μετά το θάνατο του πατέρα της τον δικό της φιλοσοφικό και επιστημονικό δρόμο. Στις αρχές της δεκαετίας του 390 είχε ήδη σχηματιστεί ένας σταθερός κύκλος γύρω της, όχι μόνο από Έλληνες αλλά και χριστιανούς μαθητές. Ένας μάλιστα από τους πιο στενούς της μαθητές και εταίρους ήταν ο Συνέσιος ο Κυρηναίος (ελληνικής καταγωγής χριστιανός από τη Λιβύη), ο οποίος ακόμα και όταν χρίστηκε μητροπολίτης Πενταπόλεως, διατήρησε αμείωτο τον θαυμασμό και τον βαθύτατο σεβασμό του προς τη φιλόσοφο, στέλνοντάς της τα έργα του και περιμένοντας με ανυπομονησία τις απαντητικές επιστολές της. Αλλά και οι υπόλοιποι μαθητές της «ήταν άτομα που αργότερα κατέλαβαν αυτοκρατορικά ή εκκλησιαστικά αξιώματα. Ακόμα μεγαλύτερη σπουδαιότητα έχει η μαρτυρία ότι άνθρωποι με αυτοκρατορικό κύρος, που έφταναν στην Αλεξάνδρεια, δημιουργούσαν στενές σχέσεις μαζί της και πιθανότατα παρακολουθούσαν τις διαλέξεις της»[11]. Ήταν δε τόσο μεγάλο το κύρος της στην αλεξανδρινή κοινωνία, που και οι τοπικοί άρχοντες της πόλης όταν είχαν να αντιμετωπίσουν ένα σημαντικό πρόβλημα έσπευδαν κοντά της αποζητώντας μία συμβουλή, ή ακόμα και τη λύση του ζητήματος. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ορέστης, αυτοκρατορικός έπαρχος της Αλεξάνδρειας, πολιτικός κυβερνήτης της Αιγύπτου τα χρόνια 412(;)-415 και βασικός ήρωας στα γεγονότα που συνδέθηκαν με τη δολοφονία της. «Ο καλύτερος πληροφοριοδότης μας, ο Σωκράτης ο Σχολαστικός, μας λέει ξεκάθαρα ότι ο Ορέστης γνώριζε καλά την Υπατία, τη συναντούσε συχνά και τη συμβουλευόταν σε δημοτικά και πολιτικά θέματα. Μας δίνει επίσης την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πληροφορία ότι ο Ορέστης ήταν χριστιανός και είχε βαπτιστεί στην Κωνσταντινούπολη από τον πατριάρχη Αττικό πριν διοριστεί κυβερνήτης της Αιγύπτου. Η αποκάλυψη αυτή επιβεβαιώνεται από τον Ιωάννη του Νικίου, γνωστό για την εχθρότητά του προς την Υπατία. Αφού αντιλήφθηκε ότι ο Ορέστης, κάτω από την επίδραση των μαγικών τεχνασμάτων της Υπατίας, "έπαψε να πηγαίνει στην εκκλησία όπως συνήθιζε"…»[12].
Η Υπατία δίδασκε αρχές οντολογίας και ηθικής, μαθηματικά, θεία γεωμετρία, και αστρονομία. Σύμφωνα με τη διδασκαλία της, «η αστρονομία είναι μία θεία μορφή γνώσης» και έλεγε ότι, «τη θεωρώ (την αστρονομία) επιστήμη που ανοίγει τον δρόμο προς την ασύλληπτη θεολογία». Και συμπλήρωνε: «Προχωρεί (η αστρονομία) στις αποδείξεις της με σαφήνεια και καθαρότητα, χρησιμοποιώντας για βοηθούς της την αριθμητική και τη γεωμετρία, αρχές τις οποίες μπορούμε να ονομάσουμε σταθερό μέτρο της αλήθειας»[13]. Η Υπατία, κατά τον ιστορικό της Εκκλησίας Σωκράτη, είχε φτάσει σε τέτοια ύψη ευρυμάθειας ώστε ξεπέρασε όλους τους φιλοσόφους της εποχής της, ανέλαβε την πλατωνική σχολή που είχε ιδρύσει ο Πλωτίνος και έδινε τις φιλοσοφικές της διαλέξεις σε όλους εκείνους που ήθελαν να την ακούσουν. Στις διαλέξεις της δίδασκε εκτός από Πλάτωνα, Αριστοτέλη και όποιον άλλο φιλόσοφο επιθυμούσε το ακροατήριό της. Αλλά και οι μαθητές της, ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι στο πρόσωπό της. Είχαν την πεποίθηση πως αποτελούσαν έναν εκλεκτό κύκλο αριστοκρατών της Γνώσης:
«Η υπερήφανη Ελληνίδα αριστοκράτισσα (όπως σωστά την χαρακτηρίζει ο Κίνσλι), αν και είχε περιβληθεί τον ταπεινό μανδύα των φιλοσόφων, συγκέντρωνε γύρω της μία ομάδα νεαρών μυστών που ζούσαν σύμφωνα με την ηθική τάξη η οποία περιγράφεται από τη φιλοσοφία, πεπεισμένοι ότι ήταν φτιαγμένοι με καλύτερο υλικό από τους άλλους ανθρώπους. Σε αυτή τη μικρή ομάδα, που έμοιαζε βγαλμένη κατευθείαν από την ιδανική πλατωνική Πολιτεία, η λατρεία της αριστοκρατίας ήταν έντονη. Ο Συνέσιος συχνά τόνιζε τη σπαρτιατική καταγωγή του, όπως ασφαλώς έκαναν και οι συνάδελφοί του»[14].
Ο Συνέσιος, στο έργο «Δίων ή Περί της καθ’ ευατόν διαγωγής» (404 μ.Χ.), εκφράζοντας τις αντιλήψεις του κύκλου της Υπατίας, επιτίθεται στους φιλοσόφους που φορούν λευκούς χιτώνες αλλά δεν ασχολούνταν σοβαρά με τη φιλοσοφία. Τους αποκαλεί επαγγελματίες προσήλυτους της φιλοσοφίας, συνηθισμένους σοφιστές που διαδίδουν τη φιλοσοφία στις μάζες που αδυνατούν να την κατανοήσουν. Παράλληλα τα βάζει και με τους μελανοχιτώνες, τους ανθρώπους με τους μαύρους χιτώνες, τους μοναχούς δηλαδή («Επιστολή 154» και «Δίων» 4-11), που τους θεωρεί βαρβάρους, φανατικούς αμαθείς που χρειάζονται καλλιέργεια και μισούν τον Ελληνισμό.
Ωστόσο, επειδή η Υπατία δημόσια κρατούσε αποστάσεις στις συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και χριστιανών απολάμβανε ένα είδος ασυλίας στην Αλεξάνδρεια. Η ίδια εξάλλου δεν ένιωθε καμία έλξη για τις λαϊκές αντιλήψεις ή πεποιθήσεις περί του Θείου, εφόσον γι’ αυτήν το Θείον ήταν μάλλον αντικείμενο επιστημονικής και Ορθής Λογικής έρευνας παρά απλοϊκών και συχνά δεισιδαιμονικών δοξασιών. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πήγε ακόμα παραπέρα τη θέση του φιλόσοφου και αρχιερέα του Απόλλωνα στους Δελφούς, Πλούταρχου, ο οποίος υποστήριζε ότι: «…πρέπει για τα θέματα τούτα (τα περί Θείου δηλαδή) κυρίως να πάρουμε από τη φιλοσοφία τον (ορθό) λόγο ως μυσταγωγό και να σκεφτόμαστε με ευλάβεια καθετί απ’ όσα λέγονται ή γίνονται στις τελετές, για να μη κάνουμε κι εμείς λάθος, αντιλαμβανόμενοι όσα όρισαν οι νόμοι για τις θυσίες και τις γιορτές αλλιώς»[15]. Έχοντας, λοιπόν, αυτή τη φιλοσοφική θεώρηση περί του Θείου αλλά και διατηρώντας στάση αποχής από τις ταραχές και τις δημόσιες συγκρούσεις, είχε καταφέρει όσο ζούσε ο πατριάρχης Θεόφιλος να μη δώσει αφορμές εναντίον της στους χριστιανούς. Όμως στις 15 Οκτωβρίου του 412, ο Θεόφιλος πέθανε και στον πατριαρχικό θρόνο τον διαδέχτηκε ο ανιψιός του Κύριλλος. Ένας άνθρωπος που κατά τον W. H. C. Frend, «ήταν αδίστακτος, αυταρχικός, βίαιος και άπληστος για δύναμη, έτοιμος να χρησιμοποιήσει το πλήθος και τους μοναχούς για να εκτελέσουν τις εντολές του απέναντι στους αντιπάλους του, όπως ήταν οι Αλεξανδρινοί Εβραίοι και οι ειδωλολάτρες»[16]. Η ενθρόνισή του έγινε στις 17 Οκτωβρίου 412 και αμέσως άρχισε αγώνα για την καθαρότητα της Πίστης. Πρώτα θύματά του οι αιρετικοί χριστιανοί και συγκεκριμένα οι λεγόμενοι Νοβατιανοί. Τους έδιωξε από την πόλη, δήμευσε τα λειτουργικά τους σκεύη και αντικείμενα, έκλεισε τις εκκλησίες τους και αφαίρεσε όλα τα δικαιώματα από τον επίσκοπό τους[17].
Ύστερα στράφηκε κατά των Εβραίων της πόλης, οι οποίοι, σύμφωνα προς τον Σωκράτη[18], έδωσαν μόνοι τους την αφορμή που τόσο περίμενε ο Κύριλλος. Ποια ήταν αυτή; Αντί να τηρούν την αργία του Σαββάτου και να μελετούν το Νόμο, πήγαιναν στα θέατρα και τσακώνονταν με τους χριστιανούς (θέαμα αντίστοιχο με τα επεισόδια που βλέπουμε σήμερα στα γήπεδα μεταξύ των οπαδών διαφορετικών ομάδων). Ένα Σάββατο, και ενώ ο έπαρχος Ορέστης εντός του θεάτρου ετοιμαζόταν να αναγγείλει παραστάσεις παντομίμας, άρχισαν για μία ακόμη φορά μεταξύ των θεατών, χριστιανών και Εβραίων, φασαρίες. Κατά τη διάρκεια δε της ομιλίας του Ορέστη, οι Εβραίοι φώναξαν ότι μεταξύ του κοινού υπήρχαν άνθρωποι του Κυρίλλου που σκόπευαν να δημιουργήσουν ταραχές. Ο έπαρχος, που μόλις είχε πετύχει να φέρει ηρεμία και τάξη στην πόλη, ανησύχησε μήπως οι διαμαρτυρίες των Εβραίων πάρουν διαστάσεις, γι’ αυτό και δέχτηκε να τους ακούσει. Εκείνοι τότε, με δυνατές φωνές, απαίτησαν την απόλυση του Ιέρακα, ενός Αλεξανδρινού δασκάλου και έμπιστου καταδότη του Κύριλλου. Τον κατηγορούσαν ως συκοφάντη και ως κύριο υποκινητή των ταραχών. Ο Ορέστης που ήταν δυσαρεστημένος έτσι κι’ αλλιώς με την ανάμιξη της Εκκλησίας στην πολιτική ζωή της πόλης και το σφετερισμό πολλών προνομίων και αρμοδιοτήτων της πολιτικής εξουσίας, διέταξε τη σύλληψη και τον παραδειγματικό βασανισμό του Ιέρακα. Ο Κύριλλος, όπως ήταν αναμενόμενο, ένιωσε οργή κατά του έπαρχου. Επειδή όμως δεν μπορούσε να στραφεί φανερά εναντίον του, κάλεσε τους επικεφαλής της εβραϊκής κοινότητας και τους απείλησε με σοβαρά αντίποινα αν συνέχιζαν να προκαλούν τους χριστιανούς. Η κίνησή του αυτή πόλωσε ακόμα περισσότερο το ήδη τεταμένο κλίμα με αποτέλεσμα οι πολυπληθείς Εβραίοι της Αλεξάνδρειας να αρχίσουν να επιτίθενται κατά των χριστιανών.
Μία νύχτα, διαδόθηκε η φήμη πως η εκκλησία του Αγίου Αλεξάνδρου είχε πιάσει φωτιά. Όταν οι χριστιανοί έτρεξαν να σώσουν τον ναό, οι Εβραίοι που τους παραφύλαγαν επιτέθηκαν εναντίον τους και σκότωσαν πολλούς. Ο Κύριλλος για αντίποινα, μάζεψε τους δικούς του, και επικεφαλής μεγάλου πλήθους, περικύκλωσε τη συναγωγή, διέταξε την αρπαγή των εβραϊκών περιουσιών και τους καταδίωξε έξω από την Αλεξάνδρεια. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται, ότι τότε διώχτηκαν όλοι οι Εβραίοι της πόλης, ακόμα και όσες οικογένειες κατοικούσαν σε αυτή από τα χρόνια του Μεγάλου Αλέξανδρου. Ενώ όμως ο Κύριλλος είχε πετύχει το σκοπό του, ο Ορέστης είχε διαφορετική γνώμη, εφόσον ο διωγμός των Εβραίων προκάλεσε μεγάλη ύφεση στην οικονομία της πόλης. Επίσης στον Ορέστη δεν άρεσε καθόλου που ο Κύριλλος συμπεριφερόταν σφετεριστικά ως κυβερνήτης της πόλης. Αμφότεροι δε, έστειλαν επιστολές διαμαρτυρίας στον αυτοκράτορα αλληλοκατηγορούμενοι. Οι προσπάθειες που έγιναν για να εκτονωθεί η κρίση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας δεν έφεραν αποτέλεσμα. Έτσι, νιώθοντας αποδυναμωμένος ο Κύριλλος, κάλεσε σε βοήθειά του τις «ειδικές δυνάμεις» της εποχής, δηλαδή τους καλόγερους. Πεντακόσιοι μοναχοί της Νιτρίας, άφησαν τα ερημητήριά τους και μπήκαν δυναμικά στην Αλεξάνδρεια (αντίστοιχες μεθόδους είδαμε και στις μέρες μας με τις λαοσυνάξεις της Εκκλησίας). Ήταν οι ίδιοι ζηλωτές που είχε χρησιμοποιήσει και ο Θεόφιλος στις οδομαχίες κατά των Ελλήνων στο παρελθόν (άλωση του Σεραπείου). Μία μέρα οι ερημίτες μοναχοί σταμάτησαν τον έφιππο Ορέστη στο δρόμο και εμποδίζοντάς τον να συνεχίσει, τον κατηγόρησαν ως Έλληνα. Οι διαμαρτυρίες του έπαρχου ότι ήταν βαφτισμένος χριστιανός δεν έδειξαν να τους πείθουν. Ένας δε από τους μοναχούς, ο Αμμώνιος, τον χτύπησε με μία πέτρα στο κεφάλι. Αιμόφυρτος ο Ορέστης σώθηκε την τελευταία στιγμή από τους πολίτες της Αλεξάνδρειας που παρακολουθούσαν τα γεγονότα, ενώ οι σωματοφύλακές του τρομοκρατημένοι από το πλήθος των καλόγερων τον είχαν εγκαταλείψει αβοήθητο. Ο Αμμώνιος συνελήφθη τελικά και οδηγήθηκε μπροστά στον Ορέστη. Εκείνος τον καταδίκασε σε βασανιστήρια που είχαν σαν αποτέλεσμα τον θάνατό του. Ο Κύριλλος τότε έριξε και άλλο λάδι στη φωτιά ανακηρύσσοντας τον Αμμώνιο σε μάρτυρα της Πίστης. Τελικά, μετριοπαθείς κύκλοι χριστιανών της πόλης έπεισαν τον Κύριλλο να μη δώσει συνέχεια, ενώ προσπάθησαν να φέρουν κοντά, για μία ακόμη φορά, τους δύο άντρες.
Ο έπαρχος Ορέστης όμως δεν έδειχνε καθόλου διατεθειμένος να τα βρει με τον πατριάρχη Κύριλλο. Έτσι, διάφοροι χριστιανικοί κύκλοι άρχισαν να διαδίδουν πως αιτία της έχθρας μεταξύ των δύο ήταν η Υπατία. Οι φήμες αυτές ξεκινούσαν μέσα από το ίδιο το Πατριαρχείο, εφόσον οι υψηλές γνωριμίες και επιρροές της Υπατίας οπωσδήποτε δυνάμωναν τον Ορέστη και στερούσαν τον Κύριλλο από τις θεοκρατικές βλέψεις του. Επίσης, όπως αναφέρει ο Σουίδας, ο Κύριλλος φθονούσε θανάσιμα την Υπατία επειδή η φιλόσοφος απολάμβανε το σεβασμό της Αλεξανδρινής ελίτ, χαρά που δεν είχε εκείνος: «Ο Δαμάσκιος, που ήξερε πολύ περισσότερα για τη σημαντική θέση της Υπατίας στην Αλεξάνδρεια απ’ ό,τι εμείς, δεν δίστασε να ασχοληθεί με αυτό το θέμα: αναφέρει περιληπτικά αλλά κατηγορηματικά ότι ολόκληρη η πόλη την αγαπούσε και την εκτιμούσε. Είχε επίσης δεχτεί σωρεία δημοτικών διακρίσεων. Ο Κύριλλος δεν μπορούσε ούτε να ονειρευτεί τέτοια αφοσίωση. ήταν ανεπιθύμητος και αντιπαθής από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την επισκοπή. Είχε αντιληφθεί τις αδυναμίες του και φοβόταν ότι θα έχανε τη μάχη με τον Ορέστη. Ήξερε όμως επίσης ότι είχε την υποστήριξη του κλήρου, των μοναχών, ορισμένων μελών της πνευματικής ελίτ (όπως ο Ιέραξ) και ίσως του δημοτικού συμβουλίου. Τέλος, μπορούσε να βασίζεται στο πολλών πλήθος που τον είχε βοηθήσει στην καταστροφή των εβραϊκών κατοικιών»[19].
Άρχισε λοιπόν από την πλευρά του Κύριλλου ο πόλεμος της συκοφαντίας και της λάσπης. Ο Ιωάννης Νικίου[20] αναφέρει ότι την παρουσίαζαν σαν μάγισσα και την κατηγορούσαν για άσκηση μαύρης μαγείας. Εκείνη την εποχή δε, η ενασχόληση με τα μαθηματικά και την αστρονομία ταυτιζόταν από τους χριστιανούς με τη μαγεία. Και όπως σημειώνει ο Σουίδας στο λήμμα Υπατία, «τούτε δε πέπονθε δια φθόνον και την υπερβάλλουσαν σοφίαν, και μάλιστα εις τα περί αστρονομίαν». Έτσι, οι απλοϊκοί άνθρωποι της Αλεξάνδρειας, άρχισαν να μαθαίνουν τρομερές φήμες, ότι δηλαδή η πασίγνωστη φιλόσοφος ήταν στην πραγματικότητα μια αποτρόπαια αγγελιοφόρος της κόλασης, «αφοσιωμένη πάντα στη μαγεία, στους αστρολάβους και στα όργανα της μουσικής». Από τη λάσπη δεν ξέφυγε ούτε η μνήμη του πατέρα της, του οποίου τα αστρονομικά συγγράμματα και οι κατασκευές οργάνων αστρονομίας παρουσιάζονταν ως αποδείξεις μελέτης και άσκησης μαγείας, και έτσι προσπαθούσαν να πείσουν τους αφελείς πιστούς, ότι η μαύρη μαγεία ήταν περίπου οικογενειακή τους υπόθεση!
Μέσα σε όλα αυτά, όπως αναφέρει ο Ιωάννης Νικίου, άρχισαν να λένε πως είχε μαγέψει τον έπαρχο Ορέστη: «μάγεψε πολλούς με τα διαβολικά της τεχνάσματα. (…) Το πρώτο της θύμα ήταν ο κυβερνήτης της πόλης, ο Ορέστης». Ακόμα και ως υποστηρίκτρια των Εβραίων, την εμφάνιζαν. Μετά από όλα αυτά, αναμενόμενο ήταν να δημιουργηθεί και η ομάδα των εκτελεστών, υπό τις ευλογίες φυσικά του ηθικού αυτουργού πατριάρχη Κυρίλλου. Ο Σωκράτης λέει ότι είχαν «άγριες διαθέσεις», ο Ιωάννης Νικίου τους αποκαλεί «πλήθος πιστών στο Θεό» και ο Δαμάσκιος τους ονομάζει θηρία μάλλον, παρά ανθρώπινα πλάσματα[21]. Επικεφαλής της συμμορίας των δολοφόνων ήταν ο Πέτρος ο λεγόμενος αναγνώστης, ένας κατηχητής δηλαδή.
Οδηγούμενος από τον Πέτρο, ο όχλος των καλόγερων και των παραβολάνων, διέπραξε τη δολοφονία μια μέρα του Μαΐου του 415, δέκατο χρόνο της υπατείας του Ονωρίου και έκτο του Θεοδοσίου Β΄, στη διάρκεια της Σαρακοστής. Της επιτέθηκαν την ώρα που γύριζε στο σπίτι της, στο δρόμο. Την έβγαλαν βίαια από την άμαξά της και την έσυραν στην εκκλησία Καισάρειον. Εκεί, έσκισαν τα ρούχα της και άρχισαν να την τεμαχίζουν ζωντανή με θραύσματα αγγείων (όστρακα). Ύστερα έσυραν τα μέλη της έξω από την πόλη, σε ένα μέρος που ονομαζόταν Κίναρον, και τα έκαψαν!
Ο Ιωάννης Νικίου, δεν βλέπει τίποτα το μεμπτό στη δολοφονία της. Ο φόνος μίας μάγισσας δεν ήταν τίποτα περισσότερο, για τον εν λόγω επίσκοπο, από την πραγμάτωση της κοινής θέλησης των χριστιανών και του ίδιου του Θεού. Αναφέρει:
«Ορισμένοι χριστιανοί, οδηγούμενοι από τον Πέτρο, έναν άνθρωπο απόλυτα πιστό στον Ιησού Χριστό, βγήκαν από την πόλη σε αναζήτηση της Ελληνίδας. Την βρήκαν καθισμένη σε μία (επιβλητική) καρέκλα να δίνει, κατά τα φαινόμενα, κάποια διάλεξη. Από εκεί την έσυραν στην εκκλησία όπου έσκισαν τα φορέματά της και την κακοποίησαν. Ύστερα την έσυραν μέσα στους δρόμους της πόλης μέχρι να πεθάνει. Τελικά μετέφεραν το σώμα της σε μία τοποθεσία που λεγόταν Κίναρον, όπου το έκαψαν»[22].
Ο Μαλάλας επίσης γράφει: «κατ’ εκείνον δε τον καιρόν παρρησίαν[23] λαβόντες υπό του επισκόπου (Κυρίλλου) οι Αλεξανδρείς έκαυσαν φρυγάνοις αυθεντήσαντες[24] Υπατίαν την περιβόητον φιλόσοφον»[25].
Ο Σουίδας (λήμμα Υπατία) αναφέρεται στον βίαιο διαμελισμό του κορμιού της και στη δημόσια διαπόμπευση του πτώματός της: «αυτή διεσπάσθη παρά των Αλεξανδρέων, και το σώμα αυτής ενυβρισθέν καθ’ όλην την πόλιν διεσπάρη».
Οι δολοφόνοι της, φυσικά, έμειναν ατιμώρητοι, όπως βεβαιώνει ο Δαμάσκιος και προκάλεσαν μεγάλο όνειδος στην πόλη. Ωστόσο, η Υπατία, «το άχραντο άστρον της σοφής παιδεύσεως» όπως την υμνεί ο Παλλαδάς, δεν είναι το μόνο επώνυμο θύμα που θρήνησε η επιστήμη στον αγώνα της να αναχαιτίσει το χριστιανικό μεσαίωνα.
[1] Παραβολάνοι: Σώμα χειροδύναμων αντρών οι οποίοι ασκούσαν καθήκοντα σωματοφυλακής του πατριάρχη Αλεξάνδρειας.
[2] Θάρρος, παρότρυνση, φανερή κάλυψη.
[3] Βασανίζοντας, φονεύοντας, δολοφονώντας.
[4] Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδόσεις «Ηλιοδρόμιο», σελίδα 285, Αθήνα 2001.
[5] Θεοδοσιανός Κώδιξ, 9, 16.1-9 και 10.
[6] Σουίδας, «Λεξικό», λήμμα Θέων, σελίδα 540, εκδόσεις «Θύραθεν», Θεσσαλονίκη 2002.
[7] Σουίδας, «Λεξικό», λήμμα Υπατία, σελίδα 1141, εκδόσεις «Θύραθεν», Θεσσαλονίκη 2002.
[8] Maria Dzielska, «Υπατία η Αλεξανδρινή», σελίδα 135, εκδόσεις «Ενάλιος», Αθήνα 1997.
[9] Σουίδας, «Λεξικό», λήμμα Υπατία, σελίδα 1141, εκδόσεις «Θύραθεν», Θεσσαλονίκη 2002.
[10] Maria Dzielska, «Υπατία η Αλεξανδρινή», σελίδα 141, εκδόσεις «Ενάλιος», Αθήνα 1997.
[11] Maria Dzielska, «Υπατία η Αλεξανδρινή», σελίδα 78, εκδόσεις «Ενάλιος», Αθήνα 1997.
[12] Maria Dzielska, «Υπατία η Αλεξανδρινή», σελίδες 79-80, εκδόσεις «Ενάλιος», Αθήνα 1997.
[13] Αποσπάσματα από το έργο του Συνέσιου, «Προς Παιόνιον υπέρ του δώρου αστρολαβίου».
[14] Maria Dzielska, «Υπατία η Αλεξανδρινή», σελίδα 117, εκδόσεις «Ενάλιος», Αθήνα 1997.
[15] Πλούταρχος, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 378A-B.
[16] W. H. C. Frend, «The Rise of Monophysite Movement Chapters in the History of the Church in the Fifth and Sixth Centuries», Cambridge, 1972.
[17] J. Rougé, «La politique de Cyrille d’ Alexandrie et le meurtre d’ Hypatie», Cristianesiono nella storia 11, (1990) σελίδες 487-488.
[18] Σωκράτης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», VII.7.
[19] Maria Dzielska, «Υπατία η Αλεξανδρινή», σελίδες 169-170, εκδόσεις «Ενάλιος», Αθήνα 1997.
[20] Βλ. «Το Χρονικόν του Ιωάννου, Επισκόπου Νικίου».
[21] Βλ. Δαμασκίου αποσπάσματα 102 και «Epitome Fhotiana», στο «Damascii Vitae Isidori Reliquie», έκδοση C. Zintzen (Hildesheim, 1967).
[22] Πηγή: Maria Dzielska, «Υπατία η Αλεξανδρινή», σελίδα 175, εκδόσεις «Ενάλιος», Αθήνα 1997.
[23] Θάρρος, παρότρυνση, φανερή κάλυψη.
[24] Βασανίζοντας, φονεύοντας, δολοφονώντας.
[25] Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδόσεις «Ηλιοδρόμιο», σελίδα 285, Αθήνα 2001.
Σάββατο 18 Ιουλίου 2009
Λόγια για την Ελλάδα
Κι είπα:
Το ξέρω, ναι, το ξέρω, που κι οι Θεοί Σου
Οι Ολύμπιοι χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,
γιατί τους θάψαμε βαθιά βαθιά, να μην τους βρουν οι ξένοι.
Και το θεμέλιο διπλοστέριωσε και ετριπλοστέριωσε όλο
μ’ όσα οι οχτροί μας κόκαλα σωριάσανε αποπάνω…
Κι ακόμα ξέρω πως για τις σπονδές και για το τάμα
του νέου Ναού π’ ονειρευτήκαμε για Σένα, Ελλάδα,
μέρες και νύχτες τόσα αδέρφια σφάχτηκαν ανάμεσό τους,
όσα δεν σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα!…
Άγγελος Σικελιανός, «Πνευματικό Εμβατήριο».
Αλλ’, ω φίλη Ελλάς! Μήτηρ και τροφός της φιλοσοφίας! Υποφέρεις να χαίρωσι τους καρπούς σου άλλοι, τα δε τέκνα σου να πάσχωσι τα εκ της αδικίας και αφιλοσοφίας δεινά; Τίνες είναι αι ελπίδες σου ποθεινοτάτη Πατρίς; Τις Δαιμόνων θέλει σου γενήν αρωγός; Τις θέλει σ’ ελευθερώσειν από την ατιμίαν της απαιδευσίας, και αδικίας;
Κωνσταντίνος Κούμας, «Επιστολή προς Φραγκίσκον Κ. Μαύρον», σελίδα ξα΄.
Το ξέρω, ναι, το ξέρω, που κι οι Θεοί Σου
Οι Ολύμπιοι χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,
γιατί τους θάψαμε βαθιά βαθιά, να μην τους βρουν οι ξένοι.
Και το θεμέλιο διπλοστέριωσε και ετριπλοστέριωσε όλο
μ’ όσα οι οχτροί μας κόκαλα σωριάσανε αποπάνω…
Κι ακόμα ξέρω πως για τις σπονδές και για το τάμα
του νέου Ναού π’ ονειρευτήκαμε για Σένα, Ελλάδα,
μέρες και νύχτες τόσα αδέρφια σφάχτηκαν ανάμεσό τους,
όσα δεν σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα!…
Άγγελος Σικελιανός, «Πνευματικό Εμβατήριο».
Αλλ’, ω φίλη Ελλάς! Μήτηρ και τροφός της φιλοσοφίας! Υποφέρεις να χαίρωσι τους καρπούς σου άλλοι, τα δε τέκνα σου να πάσχωσι τα εκ της αδικίας και αφιλοσοφίας δεινά; Τίνες είναι αι ελπίδες σου ποθεινοτάτη Πατρίς; Τις Δαιμόνων θέλει σου γενήν αρωγός; Τις θέλει σ’ ελευθερώσειν από την ατιμίαν της απαιδευσίας, και αδικίας;
Κωνσταντίνος Κούμας, «Επιστολή προς Φραγκίσκον Κ. Μαύρον», σελίδα ξα΄.
Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009
Η ΑΛΗΘΕΙΑ, πώς γεννήθηκε η θρησκεία...
Από τον ΣΤΕΦΑΝΟ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟ
Από την αρχαιότητα ήδη μας είναι γνωστό, ότι υπήρξε μία μακρινή εποχή που οι πρόγονοί μας «έπιασαν τα υψώματα κι έμεναν σε σπηλιές και καλύβες, και καθώς είχαν αποκτήσει ευθύς εξαρχής μιαν ιδέα για τους θεούς και κατάλαβαν πόσο σπουδαίο πράγμα ήταν η εύνοια των θεών προς τους ανθρώπους, έφτιαξαν ναούς τέτοιους που θα περίμενε κανείς από ανθρώπους πρωτόγονους, καθώς και αγάλματα για τους ίδιους», όπως εξηγεί ο Αντιοχεύς ρήτορας και εθνικός φιλόσοφος Λιβάνιος σε επιστολή του στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Θεοδόσιο (378-395 μ.Χ.). Και ο ίδιος συνεχίζει: «Κι όταν προχώρησαν στη δημιουργία πόλεων κατέχοντας σε ικανοποιητικό βαθμό την τέχνη της οικοδόμησης, εμφανίστηκαν πολλές πόλεις, άλλες σε πρόποδες βουνών κι άλλες σε πεδιάδες, και σε κάθε πόλη, το πρώτο πράγμα που έχτιζαν μετά τα τείχη ήταν οι ναοί και τα ιερά. Γιατί πίστευαν πως με τέτοιους πολιούχους κυβερνήτες θα είχαν τη μεγαλύτερη ασφάλεια»[1].
Αρχικά, οι άνθρωποι εκείνοι δεν είχαν σαφή εικόνα του Θείου (και ούτε σήμερα έχουν, αλλά νομίζουν ότι έχουν) και θεωρούσαν ως θεούς κάθε ακατανόητη εκδήλωση, δύναμη, ή στοιχείο της φύσης. Οι ίδιοι άνθρωποι επίσης δεν είχαν νόμους, αλλά μάλλον υπάκουαν στη θέληση είτε του γηραιότερου, είτε του δυνατότερου και ικανότερου κυνηγού ή πολεμιστή που είχε τη δύναμη να επιβληθεί στην ομάδα. Όσο όμως οι ανθρώπινες κοινωνίες πλήθαιναν και η εξουσία του ενός γινόταν ολοένα και δυσκολότερο να επιβληθεί στους πολλούς και οι μεν και οι δε, αλλά πρώτα εκείνοι που είχαν τα ηνία της διακυβέρνησης, αντιλήφθηκαν την ανάγκη να θεσπιστούν κάποιοι κανόνες συμπεριφοράς που θα ρύθμιζαν τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και, φυσικά, θα εξασφάλιζαν την εξουσία του ενός και των περί αυτού «αυλικών» επί των πολλών. Έτσι, οι πρώτοι νόμοι (που ήταν κανόνες) εφευρέθηκαν από αυτούς που ήδη κατείχαν τα σκήπτρα της εξουσίας. Όμως, όπως κάθε νεωτερισμός, ήταν πράγμα δύσκολο να επιβληθεί από τους λίγους στους πολλούς, οι οποίοι από τη φύση τους είναι επιφυλακτικοί σε κάθε αλλαγή, σε κάθε τι νέο και ως εκ τούτου άγνωστο. Τι σκαρφίστηκαν λοιπόν; Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, εξηγεί:
«Τώρα πρέπει να μιλήσουμε για τους νομοθέτες της Αιγύπτου που έδωσαν τα τόσο ιδιαίτερα και παράδοξα θέσμια. Μετά την πρώτη εγκατάσταση των ανθρώπων στην Αίγυπτο, που σύμφωνα με τη μυθολογία έγινε την εποχή των θεών και των ηρώων, ο πρώτος, λένε, που έπεισε το λαό να χρησιμοποιήσει γραπτούς νόμους ήταν ο Μνεύης, άνδρας όχι μόνο μεγαλόψυχος αλλά και ο πιο αφοσιωμένος στο καλό της κοινωνίας απ’ όλους τους νομοθέτες που μνημονεύονται. Αυτός λοιπόν προσποιήθηκε πως του έδωσε τους νόμους ο Ερμής, με τη διαβεβαίωση πως θα φέρουν μεγάλα καλά στη ζωή των ανθρώπων, όπως ακριβώς έκανε, λένε, στους Έλληνες ο Μίνωας στην Κρήτη και ο Λυκούργος στους Λακεδαιμονίους, που ο ένας είπε ότι πήρε τους νόμους από το Δία και ο άλλος από τον Απόλλωνα. Τούτο το είδος επινόησης παραδίδεται ότι χρησιμοποιήθηκε και σε πολλούς άλλους λαούς και στάθηκε αίτιο πολλών αγαθών σε όσους το πίστεψαν. Στους κατοίκους της Αριανής ιστορείται πως ο Ζαθραύστης[2] προσποιήθηκε ότι του έδωσε τους νόμους το Καλό Πνεύμα, στους ονομαζόμενους Γέτες, που θεωρούν τους εαυτούς τους αθάνατους, ο Ζάλμοξις[3] έκανε το ίδιο λέγοντας ότι πήρε τους νόμους από την θεά Εστία, ενώ στους Ιουδαίους ο Μωυσής απέδωσε τους νόμους του στον θεό που λεγόταν Ιαώς (Γιαχβέ), κι αυτό το έκαναν όλοι είτε επειδή πίστευαν πως μία σύλληψη που θα ωφελούσε την ανθρωπότητα ήταν αξιοθαύμαστη και θεϊκή είτε επειδή έκριναν πως ο απλός λαός θα υπάκουε με μεγαλύτερη προθυμία σε νόμους που υπαγορεύτηκαν από θεούς με υπεροχή και δύναμη»[4].
Και ο Αθηναίος φιλόσοφος Πλάτων επίσης μαρτυρεί:
«ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Πείτε μου, φίλοι, σε ποιον αποδίδετε τη δημιουργία των νόμων σας; Σε θεό ή σε κάποιον άνθρωπο;
»ΚΛΕΙΝΙΑΣ: Σ’ ένα θεό –κι αυτή είναι η πραγματική αλήθεια. Για μας τους Κρητικούς είναι ο Δίας× στη Σπάρτη, απ’ όπου κατάγεται ο φίλος μας από εδώ, νομίζω πως λένε ότι είναι ο Απόλλων. Έτσι δεν είναι;
»ΜΕΓΓΙΛΟΣ: Ακριβώς»[5].
Ενώ στο δεύτερο βιβλίο των «Νόμων», ο Πλάτων μας αποκαλύπτει ότι ήταν συνήθης τακτική μεταξύ των πρώτων αρχαίων νομοθετών να εφευρίσκουν εντελώς απίθανες και φανταστικές διηγήσεις, μέσω των οποίων κατάφερναν και έπειθαν τους πολλούς να πειθαρχούν στους νόμους τους:
«ΚΛ. Η αλήθεια είναι πραγματικός θησαυρός, φίλε μου, αλλά δεν νομίζω ότι είναι εύκολο να πείσουμε τους άλλους για τη χρησιμότητά της.
»ΑΘ. Σωστά. Τι γνώμη έχεις όμως για τον μύθο του Σιδώνιου[6]; Έγινε πολύ εύκολα πιστευτός, μολονότι είναι εντελώς απίθανος, όπως χιλιάδες άλλες παρόμοιες ιστορίες.
»ΚΛ. Ποιες ιστορίες εννοείς;
»ΑΘ. Να, αυτή που λέει ότι σπάρθηκαν δόντια απ’ τα οποία ξεφύτρωσαν οπλισμένοι άντρες. Αυτό το σπουδαίο παράδειγμα δείχνει ότι ο νομοθέτης έχει τη δύναμη να πείθει τους νέους για τα πάντα, αρκεί να το θέλει. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να βρει κάτι πιστευτό, το οποίο θα ωφελήσει την πόλη. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να επινοήσει κάθε μέσο που θα επιτρέπει σε ολόκληρη την κοινότητα να διατηρεί μέσα από τα τραγούδια, τις ιστορίες και τις συζητήσεις της ένα μακροχρόνιο και σταθερό πνεύμα ενότητας. Αν όμως εσείς βλέπετε διαφορετικά το θέμα, μη διστάζετε να πείτε την άποψή σας.
»ΚΛ. Δεν νομίζω ότι κάποιος απ’ τους δυο μας μπορεί να διαφωνήσει με όσα λες»[7].
Αλλά και ο φιλόσοφος και αρχιερέας των Δελφών, Πλούταρχος, συμφωνεί και συμπληρώνει:
«Όπως λένε, η νομοθεσία του Ζάλευκου εκτιμήθηκε πολύ από τους Λοκρούς, επειδή έλεγε πως η Αθηνά τού παρουσιάζεται κάθε φορά και τον καθοδηγεί στους νόμους του και τον συμβουλεύει, και πως όλα όσα θεσπίζει είναι στοχασμοί και σκέψεις που δεν ανήκουν στον ίδιο.
»Ίσως βέβαια είναι ανάγκη να επινοούμε τους παραπάνω τρόπους θεραπείας και παρηγοριάς για τους εντελώς φαύλους και κακοήθεις»[8].
Τι μας λένε λοιπόν όλοι αυτοί οι παραπάνω Έλληνες φιλόσοφοι και ιστορικοί; Ότι, οι πρώτοι νομοθέτες (μεταξύ των οποίων και ο Μωυσής), απέδωσαν τους νόμους τους στο Θείον, «επειδή έκριναν πως ο απλός λαός θα υπάκουε με μεγαλύτερη προθυμία σε νόμους που υπαγορεύτηκαν από θεούς με υπεροχή και δύναμη». Μάλιστα οι ίδιοι εκείνοι οι νομοθέτες δεν στάθηκαν μόνο στη θεόθεν συγγραφή των νόμων τους, αλλά για να εξασφαλιστούν καλύτερα απέναντι στους υποτελείς τους, ισχυρίστηκαν ότι «κατάγονταν από τους θεούς κι έδιναν νόμους σε άλλους ανθρώπους»[9]. Και εδώ είναι εύλογο το ρητορικό ερώτημα: ποιος άραγε, πρωτόγονος, άνθρωπος θα πήγαινε κόντρα στο θέλημα των θεών και των θεϊκών αντιπροσώπων τους επί της γης; Αφού βλέπουμε, ακόμα και στις μέρες μας, οι πολλοί έντρομοι να πειθαρχούν, στους… θεοφιλέστατους(!). Επίσης, η δήθεν «αποκάλυψη» του Θείου νομοθέτη, συμπεραίνουμε ότι δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των «εκλεκτών του θεού Γιαχβέ», Ισραηλιτών, αλλά το ίδιο τέχνασμα εφαρμόστηκε λίγο ή πολύ σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς[10]. Με άλλα λόγια, ο… Θεός «μίλησε» σε όλους…
Έτσι, λοιπόν, το πρώτο πολίτευμα που γνώρισε η ανθρωπότητα στις πρώτες οργανωμένες κοινωνίες, ήταν η θεοκρατία και ήταν εφεύρημα των… πολιτικών!
Αλλά αυτό στάθηκε παράλληλα και η αιτία για τη γέννηση της θρησκείας όπως τη γνωρίζουμε, δηλαδή ενός δήθεν «θεόπνευστου» συστήματος κανόνων και δογμάτων που θέλει να ρυθμίζει σχολαστικά την ανθρώπινη ζωή. Οι νομοθέτες ανακηρύχτηκαν προφήτες και θεόπνευστοι από τους διαδόχούς τους, βασιλείς και ιερείς, οι οποίοι ανέλαβαν την τήρηση και διατήρηση του νόμου (νομοφύλακες) με δογματική προσήλωση, διότι κάτι που έχει γραφτεί από το χέρι του θεού ή κατά θεία υπόδειξη (ή αποκάλυψη), άρα είναι τέλειο, δεν δύναται να αλλάξει ή να αναθεωρηθεί, όπως ισχυρίζονταν. Έτσι, μπορούμε με ασφάλεια να ισχυριστούμε ότι, η θρησκεία δεν είναι τίποτα άλλο από την πρώτη ανθρώπινη νομοθεσία! Και οι ιερείς ήταν όχι μόνο εκείνοι που τελούσαν θυσίες και προσφορές προς το Θείο Νομοθέτη, αλλά και οι πρώτοι δικαστές, οι ερμηνευτές του Νόμου (όπως στους Εβραίους), οι φύλακες των νόμων και των κανόνων Δικαίου που θέσπισε η άρχουσα τάξη για να κρατά πειθήνιους και υποταγμένους τους λαούς. Άρα, λοιπόν, γιατί αιφνιδιάζει κάποιους η διαπλοκή κληρικών της Ελλαδικής Εκκλησίας με τη Δικαιοσύνη στις μέρες μας; Αν γνώριζαν ιστορία, θα ήξεραν πως πάντοτε τα ιερατεία ήθελαν να είχαν λόγο τόσο στη Δικαιοσύνη όσο και στην Παιδεία, στους δύο θεσμούς δηλαδή που διαμορφώνουν και καθοδηγούν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Και όπως θα δούμε παρακάτω, πάντοτε και σε όλες τις εποχές, όσο πιο ανελεύθερο και θεοκρατικό ήταν ένα καθεστώς, τόσο οι ιερείς όχι απλά διαπλέκονταν με τους δικαστές, αλλά ασκούσαν και τη δικαστική εξουσία οι ίδιοι.
Στη συνέχεια της διήγησης μας τώρα, εκείνοι οι αρχαίοι βασιλείς μιμούμενοι τους αρχαίους νομοθέτες, ανακηρύχτηκαν και αυτοί με τη σειρά τους παιδιά των θεών. «Διογενείς» αποκαλούνται οι Μυκηναίοι ηγεμόνες που εκστράτευσαν κατά της Τροίας από τον Όμηρο, που σημαίνει ότι κρατούσαν από τη (θεϊκή) γενιά του Δία, στην Αίγυπτο την ίδια εποχή οι Φαραώ θεωρούνταν θεοί επί της γης και αρχιερείς, στους Εβραίους έκαναν κουμάντο οι προφήτες που ερμήνευαν τον Νόμο και στους οποίους υποτάσσονταν και οι βασιλείς. Η ταύτιση της κρατικής εξουσίας με το ιερατείο ήταν δεδομένη και αυτονόητη, αδιανόητο ήταν όποιο σχήμα που θα επιχειρούσε το χωρισμό αυτών των δύο θεσμών που θεωρούνταν ένας. Γι’ αυτό και οι βασιλείς όταν δεν ήταν οι ίδιοι αρχιερείς, πρωτοστατούσαν στις ιερουργίες, θυσίαζαν πρώτοι στο βωμό, συνομιλούσαν με τους θεούς ή τον Θεό, και γενικώς είχαν σχέσεις κοινωνικής συναναστροφής με το Θείον, που τις συναντάμε στις μυθολογίες όλων των λαών του κόσμου, και όχι μόνο της γειτονιάς μας. Βεβαίως, όλα αυτά ήταν παραμύθια και προπαγάνδα της εξουσίας. Όμως οι υποτελείς, που δεν είχαν το προνόμιο να είναι ομοτράπεζοι των θεών (λες και οι άρχοντες το είχαν) άναυδοι έσκυβαν το κεφάλι στους ημίθεους ή αν προτιμάτε στους θεανθρώπους. Και από κοντά το ιερατείο, ως θεόπνευστη δικαστική εξουσία, φρόντιζε να λειτουργεί το σύστημα στην εντέλεια.
Με αυτό το κόλπο, λοιπόν, κυβερνιόταν όλη η πολιτισμένη ανθρωπότητα της ανατολικής Μεσογείου κατά την εποχή του χαλκού (2350-1075 π.Χ.), και με αυτό το κόλπο κυβερνιέται (εν μέρει) παγκοσμίως ακόμα και σήμερα!
Αρχικά, οι άνθρωποι εκείνοι δεν είχαν σαφή εικόνα του Θείου (και ούτε σήμερα έχουν, αλλά νομίζουν ότι έχουν) και θεωρούσαν ως θεούς κάθε ακατανόητη εκδήλωση, δύναμη, ή στοιχείο της φύσης. Οι ίδιοι άνθρωποι επίσης δεν είχαν νόμους, αλλά μάλλον υπάκουαν στη θέληση είτε του γηραιότερου, είτε του δυνατότερου και ικανότερου κυνηγού ή πολεμιστή που είχε τη δύναμη να επιβληθεί στην ομάδα. Όσο όμως οι ανθρώπινες κοινωνίες πλήθαιναν και η εξουσία του ενός γινόταν ολοένα και δυσκολότερο να επιβληθεί στους πολλούς και οι μεν και οι δε, αλλά πρώτα εκείνοι που είχαν τα ηνία της διακυβέρνησης, αντιλήφθηκαν την ανάγκη να θεσπιστούν κάποιοι κανόνες συμπεριφοράς που θα ρύθμιζαν τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και, φυσικά, θα εξασφάλιζαν την εξουσία του ενός και των περί αυτού «αυλικών» επί των πολλών. Έτσι, οι πρώτοι νόμοι (που ήταν κανόνες) εφευρέθηκαν από αυτούς που ήδη κατείχαν τα σκήπτρα της εξουσίας. Όμως, όπως κάθε νεωτερισμός, ήταν πράγμα δύσκολο να επιβληθεί από τους λίγους στους πολλούς, οι οποίοι από τη φύση τους είναι επιφυλακτικοί σε κάθε αλλαγή, σε κάθε τι νέο και ως εκ τούτου άγνωστο. Τι σκαρφίστηκαν λοιπόν; Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, εξηγεί:
«Τώρα πρέπει να μιλήσουμε για τους νομοθέτες της Αιγύπτου που έδωσαν τα τόσο ιδιαίτερα και παράδοξα θέσμια. Μετά την πρώτη εγκατάσταση των ανθρώπων στην Αίγυπτο, που σύμφωνα με τη μυθολογία έγινε την εποχή των θεών και των ηρώων, ο πρώτος, λένε, που έπεισε το λαό να χρησιμοποιήσει γραπτούς νόμους ήταν ο Μνεύης, άνδρας όχι μόνο μεγαλόψυχος αλλά και ο πιο αφοσιωμένος στο καλό της κοινωνίας απ’ όλους τους νομοθέτες που μνημονεύονται. Αυτός λοιπόν προσποιήθηκε πως του έδωσε τους νόμους ο Ερμής, με τη διαβεβαίωση πως θα φέρουν μεγάλα καλά στη ζωή των ανθρώπων, όπως ακριβώς έκανε, λένε, στους Έλληνες ο Μίνωας στην Κρήτη και ο Λυκούργος στους Λακεδαιμονίους, που ο ένας είπε ότι πήρε τους νόμους από το Δία και ο άλλος από τον Απόλλωνα. Τούτο το είδος επινόησης παραδίδεται ότι χρησιμοποιήθηκε και σε πολλούς άλλους λαούς και στάθηκε αίτιο πολλών αγαθών σε όσους το πίστεψαν. Στους κατοίκους της Αριανής ιστορείται πως ο Ζαθραύστης[2] προσποιήθηκε ότι του έδωσε τους νόμους το Καλό Πνεύμα, στους ονομαζόμενους Γέτες, που θεωρούν τους εαυτούς τους αθάνατους, ο Ζάλμοξις[3] έκανε το ίδιο λέγοντας ότι πήρε τους νόμους από την θεά Εστία, ενώ στους Ιουδαίους ο Μωυσής απέδωσε τους νόμους του στον θεό που λεγόταν Ιαώς (Γιαχβέ), κι αυτό το έκαναν όλοι είτε επειδή πίστευαν πως μία σύλληψη που θα ωφελούσε την ανθρωπότητα ήταν αξιοθαύμαστη και θεϊκή είτε επειδή έκριναν πως ο απλός λαός θα υπάκουε με μεγαλύτερη προθυμία σε νόμους που υπαγορεύτηκαν από θεούς με υπεροχή και δύναμη»[4].
Και ο Αθηναίος φιλόσοφος Πλάτων επίσης μαρτυρεί:
«ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Πείτε μου, φίλοι, σε ποιον αποδίδετε τη δημιουργία των νόμων σας; Σε θεό ή σε κάποιον άνθρωπο;
»ΚΛΕΙΝΙΑΣ: Σ’ ένα θεό –κι αυτή είναι η πραγματική αλήθεια. Για μας τους Κρητικούς είναι ο Δίας× στη Σπάρτη, απ’ όπου κατάγεται ο φίλος μας από εδώ, νομίζω πως λένε ότι είναι ο Απόλλων. Έτσι δεν είναι;
»ΜΕΓΓΙΛΟΣ: Ακριβώς»[5].
Ενώ στο δεύτερο βιβλίο των «Νόμων», ο Πλάτων μας αποκαλύπτει ότι ήταν συνήθης τακτική μεταξύ των πρώτων αρχαίων νομοθετών να εφευρίσκουν εντελώς απίθανες και φανταστικές διηγήσεις, μέσω των οποίων κατάφερναν και έπειθαν τους πολλούς να πειθαρχούν στους νόμους τους:
«ΚΛ. Η αλήθεια είναι πραγματικός θησαυρός, φίλε μου, αλλά δεν νομίζω ότι είναι εύκολο να πείσουμε τους άλλους για τη χρησιμότητά της.
»ΑΘ. Σωστά. Τι γνώμη έχεις όμως για τον μύθο του Σιδώνιου[6]; Έγινε πολύ εύκολα πιστευτός, μολονότι είναι εντελώς απίθανος, όπως χιλιάδες άλλες παρόμοιες ιστορίες.
»ΚΛ. Ποιες ιστορίες εννοείς;
»ΑΘ. Να, αυτή που λέει ότι σπάρθηκαν δόντια απ’ τα οποία ξεφύτρωσαν οπλισμένοι άντρες. Αυτό το σπουδαίο παράδειγμα δείχνει ότι ο νομοθέτης έχει τη δύναμη να πείθει τους νέους για τα πάντα, αρκεί να το θέλει. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να βρει κάτι πιστευτό, το οποίο θα ωφελήσει την πόλη. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να επινοήσει κάθε μέσο που θα επιτρέπει σε ολόκληρη την κοινότητα να διατηρεί μέσα από τα τραγούδια, τις ιστορίες και τις συζητήσεις της ένα μακροχρόνιο και σταθερό πνεύμα ενότητας. Αν όμως εσείς βλέπετε διαφορετικά το θέμα, μη διστάζετε να πείτε την άποψή σας.
»ΚΛ. Δεν νομίζω ότι κάποιος απ’ τους δυο μας μπορεί να διαφωνήσει με όσα λες»[7].
Αλλά και ο φιλόσοφος και αρχιερέας των Δελφών, Πλούταρχος, συμφωνεί και συμπληρώνει:
«Όπως λένε, η νομοθεσία του Ζάλευκου εκτιμήθηκε πολύ από τους Λοκρούς, επειδή έλεγε πως η Αθηνά τού παρουσιάζεται κάθε φορά και τον καθοδηγεί στους νόμους του και τον συμβουλεύει, και πως όλα όσα θεσπίζει είναι στοχασμοί και σκέψεις που δεν ανήκουν στον ίδιο.
»Ίσως βέβαια είναι ανάγκη να επινοούμε τους παραπάνω τρόπους θεραπείας και παρηγοριάς για τους εντελώς φαύλους και κακοήθεις»[8].
Τι μας λένε λοιπόν όλοι αυτοί οι παραπάνω Έλληνες φιλόσοφοι και ιστορικοί; Ότι, οι πρώτοι νομοθέτες (μεταξύ των οποίων και ο Μωυσής), απέδωσαν τους νόμους τους στο Θείον, «επειδή έκριναν πως ο απλός λαός θα υπάκουε με μεγαλύτερη προθυμία σε νόμους που υπαγορεύτηκαν από θεούς με υπεροχή και δύναμη». Μάλιστα οι ίδιοι εκείνοι οι νομοθέτες δεν στάθηκαν μόνο στη θεόθεν συγγραφή των νόμων τους, αλλά για να εξασφαλιστούν καλύτερα απέναντι στους υποτελείς τους, ισχυρίστηκαν ότι «κατάγονταν από τους θεούς κι έδιναν νόμους σε άλλους ανθρώπους»[9]. Και εδώ είναι εύλογο το ρητορικό ερώτημα: ποιος άραγε, πρωτόγονος, άνθρωπος θα πήγαινε κόντρα στο θέλημα των θεών και των θεϊκών αντιπροσώπων τους επί της γης; Αφού βλέπουμε, ακόμα και στις μέρες μας, οι πολλοί έντρομοι να πειθαρχούν, στους… θεοφιλέστατους(!). Επίσης, η δήθεν «αποκάλυψη» του Θείου νομοθέτη, συμπεραίνουμε ότι δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των «εκλεκτών του θεού Γιαχβέ», Ισραηλιτών, αλλά το ίδιο τέχνασμα εφαρμόστηκε λίγο ή πολύ σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς[10]. Με άλλα λόγια, ο… Θεός «μίλησε» σε όλους…
Έτσι, λοιπόν, το πρώτο πολίτευμα που γνώρισε η ανθρωπότητα στις πρώτες οργανωμένες κοινωνίες, ήταν η θεοκρατία και ήταν εφεύρημα των… πολιτικών!
Αλλά αυτό στάθηκε παράλληλα και η αιτία για τη γέννηση της θρησκείας όπως τη γνωρίζουμε, δηλαδή ενός δήθεν «θεόπνευστου» συστήματος κανόνων και δογμάτων που θέλει να ρυθμίζει σχολαστικά την ανθρώπινη ζωή. Οι νομοθέτες ανακηρύχτηκαν προφήτες και θεόπνευστοι από τους διαδόχούς τους, βασιλείς και ιερείς, οι οποίοι ανέλαβαν την τήρηση και διατήρηση του νόμου (νομοφύλακες) με δογματική προσήλωση, διότι κάτι που έχει γραφτεί από το χέρι του θεού ή κατά θεία υπόδειξη (ή αποκάλυψη), άρα είναι τέλειο, δεν δύναται να αλλάξει ή να αναθεωρηθεί, όπως ισχυρίζονταν. Έτσι, μπορούμε με ασφάλεια να ισχυριστούμε ότι, η θρησκεία δεν είναι τίποτα άλλο από την πρώτη ανθρώπινη νομοθεσία! Και οι ιερείς ήταν όχι μόνο εκείνοι που τελούσαν θυσίες και προσφορές προς το Θείο Νομοθέτη, αλλά και οι πρώτοι δικαστές, οι ερμηνευτές του Νόμου (όπως στους Εβραίους), οι φύλακες των νόμων και των κανόνων Δικαίου που θέσπισε η άρχουσα τάξη για να κρατά πειθήνιους και υποταγμένους τους λαούς. Άρα, λοιπόν, γιατί αιφνιδιάζει κάποιους η διαπλοκή κληρικών της Ελλαδικής Εκκλησίας με τη Δικαιοσύνη στις μέρες μας; Αν γνώριζαν ιστορία, θα ήξεραν πως πάντοτε τα ιερατεία ήθελαν να είχαν λόγο τόσο στη Δικαιοσύνη όσο και στην Παιδεία, στους δύο θεσμούς δηλαδή που διαμορφώνουν και καθοδηγούν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Και όπως θα δούμε παρακάτω, πάντοτε και σε όλες τις εποχές, όσο πιο ανελεύθερο και θεοκρατικό ήταν ένα καθεστώς, τόσο οι ιερείς όχι απλά διαπλέκονταν με τους δικαστές, αλλά ασκούσαν και τη δικαστική εξουσία οι ίδιοι.
Στη συνέχεια της διήγησης μας τώρα, εκείνοι οι αρχαίοι βασιλείς μιμούμενοι τους αρχαίους νομοθέτες, ανακηρύχτηκαν και αυτοί με τη σειρά τους παιδιά των θεών. «Διογενείς» αποκαλούνται οι Μυκηναίοι ηγεμόνες που εκστράτευσαν κατά της Τροίας από τον Όμηρο, που σημαίνει ότι κρατούσαν από τη (θεϊκή) γενιά του Δία, στην Αίγυπτο την ίδια εποχή οι Φαραώ θεωρούνταν θεοί επί της γης και αρχιερείς, στους Εβραίους έκαναν κουμάντο οι προφήτες που ερμήνευαν τον Νόμο και στους οποίους υποτάσσονταν και οι βασιλείς. Η ταύτιση της κρατικής εξουσίας με το ιερατείο ήταν δεδομένη και αυτονόητη, αδιανόητο ήταν όποιο σχήμα που θα επιχειρούσε το χωρισμό αυτών των δύο θεσμών που θεωρούνταν ένας. Γι’ αυτό και οι βασιλείς όταν δεν ήταν οι ίδιοι αρχιερείς, πρωτοστατούσαν στις ιερουργίες, θυσίαζαν πρώτοι στο βωμό, συνομιλούσαν με τους θεούς ή τον Θεό, και γενικώς είχαν σχέσεις κοινωνικής συναναστροφής με το Θείον, που τις συναντάμε στις μυθολογίες όλων των λαών του κόσμου, και όχι μόνο της γειτονιάς μας. Βεβαίως, όλα αυτά ήταν παραμύθια και προπαγάνδα της εξουσίας. Όμως οι υποτελείς, που δεν είχαν το προνόμιο να είναι ομοτράπεζοι των θεών (λες και οι άρχοντες το είχαν) άναυδοι έσκυβαν το κεφάλι στους ημίθεους ή αν προτιμάτε στους θεανθρώπους. Και από κοντά το ιερατείο, ως θεόπνευστη δικαστική εξουσία, φρόντιζε να λειτουργεί το σύστημα στην εντέλεια.
Με αυτό το κόλπο, λοιπόν, κυβερνιόταν όλη η πολιτισμένη ανθρωπότητα της ανατολικής Μεσογείου κατά την εποχή του χαλκού (2350-1075 π.Χ.), και με αυτό το κόλπο κυβερνιέται (εν μέρει) παγκοσμίως ακόμα και σήμερα!
[1] Λιβάνιος, «Υπέρ των Ελληνικών Ιερών», 4, εκδόσεις «Θύραθεν Επιλογή», Θεσσαλονίκη 1998.
[2] Τούτος ο τύπος του ονόματος είναι πιο κοντά στον αρχαίο περσικό τύπο Ζαρατούστρα παρά στο μεταγενέστερο Ζωροάστρης.
[3] Βλέπε και Ηρόδοτο, Δ΄, 94, 95.
[4] Διόδωρος ο Σικελιώτης, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», Α΄, 94. 1-3., εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1997.
[5] Πλάτων, «Νόμοι», Α, a-b., εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1992.
[6] Αφορά στον μύθο της ίδρυσης της Θήβας από τον Κάδμο.
[7] Πλάτων, «Νόμοι», Β, 663e-664b., εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1992.
[8] Πλούταρχος, «Περί του εαυτόν επαινείν ανεπιφθόνως», 543A.
[9] Πλάτων, «Νόμοι», Θ, 853c., εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1992.
[10] Δεν ανέβαινε μόνο ο Μωυσής στο όρος Σινά για να παραλάβει νόμους από τον Θεό, αλλά και ο βασιλιάς της Κρήτης Μίνωας: «Πόλη μεγάλη είναι η Κνωσό της Κρήτης, όπου ο Μίνωας του Δία συνομιλητής βασίλευε εννιά χρόνια». Όμηρος, «Οδύσσεια», ραψωδία Τ, στίχος 179. Επίσης, «…όπως αναφέρει ο Όμηρος, ο Μίνωας πήγαινε κάθε εννιά χρόνια και συμβουλευόταν τον πατέρα του, τον Δία, και στη συνέχεια έδινε νόμους στις πόλεις σας σύμφωνα με τις παραινέσεις του θεού». Πλάτων, «Νόμοι», Α, b. Και οι πλάκες που έλαβε ο Μωυσής από τον Γιαχβέ, στις οποίες αναγράφονταν οι «θεϊκοί νόμοι» (δηλαδή οι Δέκα Εντολές) δεν έχουν καμία πρωτοτυπία ως «χειρονομία», εφόσον και η θεά Δήμητρα είχε κάνει το ίδιο δώρο στους Ελευσίνιους με μεσάζων τον Τριπτόλεμο: «Μερικοί μάλιστα πίστευαν πως η Δήμητρα είχε φέρει στην Ελευσίνα τις πλάκες με τους πρώτους νόμους της, ερμηνευτής των οποίων ήταν ο Τριπτόλεμος. Κατ’ αυτόν οι νόμοι ήταν εξής τρεις: "τίμα τους γονείς σου", "Πρόσφερε τους πρώτους καρπούς της γης στους θεούς", "Μη βλάπτεις τα ζώα", αποτελούσαν δηλαδή τον ηθικό κώδικα της γεωργικής κοινωνίας» (Ιουλιανός, «Εις τους απαίδευτους κύνας», υποσημείωση 41 της φιλολογικής ομάδας «Κάκτου»).
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)